-
1 σαίρω
σαίρω, aor. ἔσηρα, perf. mit Präsensbdtg σέσηρα, bes. im part. σεσηρώς, welches im fem. ep. σεσαρυῖα lautet, Hes. Sc. 268; – 1) im perf. eigtl. die Lippen verzichen, so daß man die Zähne sieht, die Zähne zeigen, bleken; als Ausdruck des Zornes, Grimmes, Hes. a. a. O.; des Hohnes oder der Schadenfreude, οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ' οἴεται, Ar. Vesp. 901, was der Schol. auf die ihre Zähne weisenden Hunde bezieht, wie er die Zähne blekt; vgl. ήγριωμένους ἐπ' ἀλλήλοισι καὶ σεσηρότας, Pax 603; aber auch vom freundlichen Lächeln, Theocr. 7, 10; σιμὰ σεσηρὼς μυχϑίζεις, Mel. 52 (V, 179); σεσηρὸς αἰκάλλειν, vom Fuchs, Babr. 50, 14; σεσαρυῖα καὶ κιχλίζουσα, Philo; σεσηρότι γέλωτι, Luc. Amor. 13; σεσηρὸς ὑπομειδιᾶν, Philopatr. 26; vgl. Jacobs Philostr. imagg. p. 381. Bei Sp. auch σεσηρέναι όδόντας, Opp.; σεσηρυῖαι τὰς παρειάς Ach. Tat. 1, 1. – 2) im praes., fut. u. aor. fegen, kehren, reinigen ( sarrire, vgl. σαρόω u. Lob. zu Phryn. 83); σαίρει ϑυμέλην δάφνη, Eur. Ion 116; δῶμα, Hec. 364; πᾶσαν κόνιν σήραντες, Soph. Ant. 405; Sp., wie Plut. Cat. 4, τὰ σπειρόμενα καὶ νεμόμενα μᾶλλον ἢ τὰ ῥαινόμενα καὶ σαιρόμενα, als Land, welches begossen und gereinigt werden muß; σαίρειν τὸ συμπόσιον δεῖ, Luc. D. D. 24, 1.
См. также в других словарях:
σέσηρα — σαίρω part the lips and show the closed teeth perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσήρασι — σεσήρᾱσι , σαίρω part the lips and show the closed teeth perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσήρασιν — σεσήρᾱσιν , σαίρω part the lips and show the closed teeth perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… … Dictionary of Greek
σαίρω — (I) Α (μόνο στον παρακμ. σέσηρα με σημ. ενεστ.) 1. τραβώ τα χείλη μου προς τα πίσω και δείχνω τα δόντια μου όπως ο σκύλος 2. γελώ δείχνοντας τα δόντια μου 3. διαστέλλω τα χείλη μου 4. (για πληγή ή έλκος) χάσκω («ἔλκος σεσηρὸς καὶ ἐκπεπλιγμένον»,… … Dictionary of Greek
σεσηρότως — Α επίρρ. με διεσταλμένα τα χείλη, δηλαδή με πλατύ χαμόγελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. σεσηρώς, ότος τού σέσηρα, παρακμ. τού αμάρτυρου ενεστ. σαίρω (Ι) «γελώ δείχνοντας τα δόντια»] … Dictionary of Greek