Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ρας

См. также в других словарях:

  • ράς — ο, Ν 1. κεφαλή, ηγεμόνας ή φύλαρχος στην Αιθιοπία 2. (στην Αιθιοπία) τιμητικός τίτλος που προηγείται τού κύριου ονόματος, όπως λ.χ. Ρας Τάφαρι, Ρας Αμπέμπε. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αιθιοπικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • ῥᾶς — ῥᾶ̱ς , ῥάζω snarl fut ind act 2nd sg (doric) ῥᾶ̱ς , ῥαίνω sprinkle fut ind act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγε(ι)ρας — ο και μάγειρος, ο θηλ. μαγείρισσα αυτός που φτιάχνει φαγητά, που μαγειρεύει: Αυτός είναι ο μάγειρας του πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος Β’ — (Tewodros II, 1818 – Μάγδαλα 1868). Βασιλιάς της Αιθιοπίας (1855 68). Γόνος ταπεινής οικογένειας, ο Λιγκ Kάσα (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) απέκτησε γρήγορα τη φήμη γενναίου πολεμιστή. Mετά τον θάνατο του θείου του, κυβερνήτη των επαρχιών… …   Dictionary of Greek

  • HERESIDES — Graece Η῾ρεσιδὲς, dictae sunt αἱτῆς Η῞ρας, Iunonis Argolicae sacerdotes, tanto olim apud eam gentem in pretio, ut non per Regum, sed per Sacerdotum harum aetates, res suas digereret. Etymologicum Mag. Η῞ρεσιδες αἱ ἱέρειαι τῆς εν Α῎ργει Η῞ρας.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πανός κώμη — Παράλια αρχαία πόλη στην Ερυθρά. Λεγόταν και Πανών. Ο Πτολεμαίος την ονομάζει Πανώ, Πανοκώμη και Πάνωπτον. Το όνομά της δεν έχει σχέση με τον Πάνα. Πρόκειται για μεταφορά στην ελληνική της ονομασία της λέξης Μπάνα, που διασώθηκε μέχρι τις ημέρες… …   Dictionary of Greek

  • φυρᾷς — φῡ̱ρᾷς , φυράω mixing pres subj act 2nd sg φῡ̱ρᾷς , φυράω mixing pres ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Greek names of mountains — This is a list of mountain tops and ranges in Greece and around the world that have a Greek name.GreekEnglish name(s), [other name(s)] [older name(s)] , [Area] ΑιγάλεωMount Aegaleo, Aigaleo, Aegaleus, PiraeusΑίνοςMount AinosΆλπειςAlps, France to… …   Wikipedia

  • керати́н — а, м. биол. Белковое вещество с большим содержанием серы составная часть эпидермиса кожи, а также волос, ногтей и т. п. [От греч. κερας, κερατος рог] …   Малый академический словарь

  • керати́т — а, м. мед. Воспаление роговой оболочки глаза. [От греч. κερας, κερατος рог] …   Малый академический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»