-
1 κυκλέω
κυκλέω, auf Rädern, Walzen fortschaffen, κυκλήσομεν ἐνϑάδε νεκροὺς βουσὶ καὶ ἡμιόνοισι, wir wollen die Todten mit Rindern u. Maulthieren hierher fahren, Il. 7, 332; – im Kreise herumdrehen, ἐπ' ἀνδρὶ δυςμενεῖ βάσιν κυκλοῦντα Soph. Ai. 19, vgl. Eur. ποῖ σὸν πόδ' ἐπὶ συννοίᾳ κυκλεῖς; Or. 624; komisch Ar. Av. 1359; ὁδοῖς κυκλῶν ἐμαυτὸν εἰς ἀναστροφήν, mich umkehrend, Soph. Ant. 226; pass., ἴδεσϑέ μ' οἷον κῠμα ἀμφίδρομον κυκλεῖται Ai. 346; κυκλῶν πρόςωπ ον Eur. Phoen. 367; in Prosa, ὁ λόγος τὸ πᾶν σημαίνει καὶ κυκλεῖ καὶ πολεῖ ἀεί Plat. Crat. 408 c; ἐφ' ἃ νῦν κυκλεῖται Polit. 270 b; ἐκυκλέοντο, sie bildeten einen Kreis, Her. 8, 16. – Auch intr., sich im Kreise bewegen, umlaufen, πολλαὶ κυκλοῠσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι Soph. El. 1357, wo man ἑαυτάς ergänzen kann; ähnl. ἐπὶ πῆμα καὶ χαρὰ πᾶσι κυκλοῦσιν οἷον ἄρκτου στροφάδες κέλευϑοι, Freud u. Leid kreis't über Alle, Trach. 130, wie D. Sic. 18, 59 sagt ὁ κοινὸς βίος ὥςπερ ὑπὸ ϑεῶν τινος οἰακιζόμενος ἐναλλὰξ ἀγαϑοῖς τε καὶ κακοῖς κυκλεῖται; Plut. Cat. min. 67 ἄλλων ἐπ' ἄλλοις λόγων κυκλούντων. – Auch κυκλεῖν λέξιν, ein Wort oft brauchen, Dion. Hal. de eloq. Dem. 56; vgl. Phryn. 328; u. so ist Plut. consol. ad Apoll. p. 359 κυκλούμενον ἔπος für κυκώμενον zu lesen.
-
2 κατα-θαλαττόω
κατα-θαλαττόω, ins Meer versenken; αἱ Σειρῆνες ἑαυτὰς κατεϑαλάττωσαν, stürzten sich ins Meer, Tzetz. ad Lycophr. 712.
-
3 ἐλαφρίζω
ἐλαφρίζω, 1) leicht machen, erleichtern; κούρην Mosch. 2, 126; öfter bei sp. D., wie Coluth. 29, 156; ἑαυτὰς ὑψοῠ, sich erheben, Ael. H. A. 9, 52; Plut.; übertr., ψυχήν Ep. ad. 574 (IX, 207). – 2) intrans., leicht sein. Callim. Del. 115; ποσσίν Opp. Cyn. 1, 85; γόνυ ἐλαφρίζον Eur. frg. bei Macrob. Sat. 5, 18; κῶλος Anyte 23 ( App. 6). – Das med. = act., Poll. 4, 98.
-
4 ἑρματίζω
ἑρματίζω, = ἑρμάζω, feststellen, Hippocr.; – mit Ballast beladen, von den Bienen, ἀνεμῶδές τι μέλλουσαι κάμπτειν ἀκρωτήριον, ἑρματίζουσιν ἑαυτὰς ὑπὲρ τοῠ μὴ παραφέρεσϑαι μικροῖς λιϑιδίοις Plut. sol. anim. 10; so auch im med., ibd. 23 (vgl. ἕρμα); – aufladen, auf ein Schiff, εἰς τὴν λάληϑρον κίσσαν ἡρματίξατο Lycophr. 1319, Schol. εἰς τὴν Ἀργὼ ἀνεβίβασεν; übertr., νύμ φας ἐς οἴκους ἑρματίζονται Eur. fr. In. 14.
-
5 ἰάλλω
ἰάλλω ( ἵημι, nach Arcad. p. 197 ἱάλλω), schicken, senden, werfen; ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν Il. 8, 300, den Pfeil von der Bogensehne abschießen; ἐπὶ σῖτον χεῖρας ἰάλλειν, die Hände nach der Speise ausstrecken, Od. 10, 375, oft ἐπ' ὀνείαϑ' ἕτοιμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον; aber ἑτάροις ἐπὶ χεῖ. ρας ἴαλλεν, 9, 288, = legte Hand an sie, streckte seine Fäuste gegen sie aus (vgl. ἐπιάλλω); ϑοῶς δ' ἐπὶ δεσμὸν ἴηλε 8, 447, wie περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα χρύσεον, legte um die Hände eine Fessel, Il. 15, 19; übertr., ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν τινά Od. 13, 141, mit Schimpf bewerfen, Schimpf anthun; – ἐπὶ Δωδώνης ϑεοπρόπους ἴαλλεν, sendete er nach Dodona, Aesch. Prom. 662; Δίκην – σύμμαχον φίλοις Ch. 490; sp. D.; Φϑίᾳ γὰρ ἐλεύϑερον ἦμαρ ἰἀλλων Theodorid. 13 (VII, 529); ὑλακήν, bellen, Iul. Aeg. 59 (VII, 69); ἴχνος ἰῆλαι, Fußtapfen eindrücken, den Fuß setzen, Nic. Al. 242. – Bei Hes. Th. 269 von den Harpyen, μεταχρόνιοι γὰρ ἴαλλον, intr., sc. ἑαυτάς, eilten, schwebten herbei. – Adj. verb., ἰαλτὸς ἐκ δόμων ἔβην Aesch. Ch. 22.
-
6 ἐλαφρίζω
ἐλαφρίζω, (1) leicht machen, erleichtern; ἑαυτὰς ὑψοῠ, sich erheben. (2) intrans., leicht sein -
7 ἰάλλω
ἰάλλω, schicken, senden, werfen; ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν, den Pfeil von der Bogensehne abschießen; ἐπὶ σῖτον χεῖρας ἰάλλειν, die Hände nach der Speise ausstrecken; ἑτάροις ἐπὶ χεῖ. ρας ἴαλλεν, 9, 288, = legte Hand an sie, streckte seine Fäuste gegen sie aus; περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα χρύσεον, legte um die Hände eine Fessel; übertr., ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν τινά, mit Schimpf bewerfen, Schimpf antun; ἐπὶ Δωδώνης ϑεοπρόπους ἴαλλεν, sendete er nach Dodona; ὑλακήν, bellen; ἴχνος ἰῆλαι, Fußtapfen eindrücken, den Fuß setzen; von den Harpyen, μεταχρόνιοι γὰρ ἴαλλον, intr., sc. ἑαυτάς, eilten, schwebten herbei -
8 καταθαλαττόω
κατα-θαλαττόω, ins Meer versenken; αἱ Σειρῆνες ἑαυτὰς κατεϑαλάττωσαν, stürzten sich ins Meer
См. также в других словарях:
ἑαυτᾶς — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑαυτάς — ἑαυτά̱ς , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… … Dictionary of Greek
επικαταρριπτώ — ἐπικαταρριπτῶ, έω (Α) ρίχνω κάτω κατόπιν, στη συνέχεια («αἱ γυναῑκες ῥίπτουσαι τὰ παιδία, εἶτα καὶ ἐαυτάς ἐπικατερρίπτουν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταρριπτώ (μτγν. τ. τού καταρρίπτω)] … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να … Dictionary of Greek
σωματοφυής — ές, Α αυτός που έχει σωματική φύση, υλική υπόσταση. επίρρ... σωματοφυῶς Α σύμφωνα με τη φύση τού σώματος («οὔτε τρεῑς ὑποστάσεις μεμερισμένας καθ ἑαυτάς, ὥσπερ σωματοφυῶς ἐπ ἀνθρώπων ἐστὶ λογίζεσθαι, ἵνα μὴ πολυθεΐαν... φρονήσωμεν», Αθανάσ.).… … Dictionary of Greek
Μπολτσάνο, Μπέρναρντ — (Bernard Bolzano, Πράγα 1781 – 1848). Τσέχος φιλόσοφος, μαθηματικός και κληρικός. Οι επίσημοι θεολόγοι τον πολέμησαν για τον ηθικιστικό ορθολογισμό του, καταδιώχτηκε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη διδασκαλία στο πανεπιστήμιο της Πράγας.… … Dictionary of Greek