-
41 кремлёвский
επ.του Κρεμλίνου•-ие башни οι πύργοι του Κρεμλίνου•
-ие стены τα τείχη του Κρεμλίνου.
-
42 δουράτεος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουράτεος
-
43 εὔδμητος
A well-built,βωμός Il.1.448
; ;κολώνα Pi.P.12.3
;ἀγυιαί A.R.1.317
. (Always in [dialect] Ep. form ἐΰδμ-, exc. in Od.20.302 ὁ δ' εὔδμητον βάλε τοῖχον.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔδμητος
-
44 θεόδμητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόδμητος
-
45 θεόκμητος
θεό-κμητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόκμητος
-
46 θεότευκτος
θεό-τευκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεότευκτος
-
47 περισκεπάζω
A cover, screen all round,βύσσῳ τι AP5.103
(Marc. Arg.), cf. Gp.2.4.2:—[voice] Pass., Thphr.HP4.5.3, Dsc.2.76. -ής, ές, ([etym.] σκέπας) covered all round, ὄρος θάμνοισι π. Call.Jov.11 ;οἶκοι Moschio
Trag.7.27: metaph., λόγος π. ἑτέρῳ κόσμῳ, of a myth, Max.Tyr.10.5 (s.v.l.).II covering or screening all round,πύργοι Call.Del.23
; [ὥρα] τῷ ἀέρι περισκεπής (fort. - σκελής) Thphr.HP7.1.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισκεπάζω
-
48 πολύστατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύστατος
-
49 πολύστεγος
πολύ-στεγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύστεγος
-
50 προβλής
A thrown forward, jutting out,προβλῆτι σκοπέλῳ Il.2.396
;πέτρῃ ἔπι προβλῆτι 16.407
;στήλας τε προβλῆτας 12.259
;ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν Od.5.405
, cf. 10.89, 13.97, Archil.49 Diehl; προβλῆτες, without subst., forelands, headlands, S.Ph. 936; τόν γε (sc. ποταμόν)εἴργουσιν π. Q.S.10.175
: sg., Opp.H.5.252; π. ἔπαλξις, ἐρίπνα, AP5.293.3 (Agath.), 7.147 (Arch.);π. γενειάς Nonn.D.15.8
; προσώπου π. γένυς Ib.28.75; γναθμοῖς π. ὀδόντες ib.26.301: in later Prose,προβλῆτες λιμένων πύργοι LXX 4 Ma.13.6
;λιμένες προβλῆσι λίθοις εἰς τὸ πέλαγος ἐξανεστηκότες Aristid.Or.25(43).3
;ὀφρύες π. Aret. SD2.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προβλής
-
51 πρόκειμαι
A to be set before one, ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα the meats laid ready, Il.9.91, al.; π. δαίς, δεῖπνον, Hdt.1.211, 5.105;τὰ π. ἀγαθά Id.9.82
; ἄρτοι προκείμενοι shew-bread, LXX Ex.39.18 (36); τράπεζα π. ib.38.9 (37.10).2 lie exposed,ὁρέω παιδίον προκείμενον Hdt.1.111
; of a tuft of wool, S.Tr. 702; ἄτιμος ὧδε πρόκειμαι, says Ajax of himself, Id.Aj. 427 (lyr.), cf. E.Tr. 1179;νομίζετε τὸν παῖδα τουτονὶ ἱκετηρίαν ὑμῖν προκεῖσθαι D.43.83
; esp. lie dead, A.Th. 964 (lyr.), S.Aj. 1059; προκείμενον νέκυν laid out for burial, E.Alc. 1012, cf. S.Ant. 1101, Ar.Ec. 537, Av. 474, Antipho 6.34, Luc.Luct.12; opp. ἐξενεχθείς, Lys.Fr.23 (also, to be buried first, IGRom.4.735 ([place name] Eumenia), MAMA4.357 (ibid., iii A.D.)): metaph., πρὸς ὕβριν π. to be exposed to.., D.S.33.15 (dub.l.).3 to be set before competitors, as the prize of a contest,τοῖσι.. προὔκειτο μέγας τρίπος Hes.Sc. 312
: hence,b metaph., to be set before one, proposed, γνῶμαι τρεῖς προεκέατο three opinions were set forth, Hdt.3.83, cf. 7.16.α'; τοσούτων πέρι σκέψις πρόκειτα Pl.R. 533e
, cf. Phdr. 237c; π. τῷ συμβουλεύοντι σκοπὸς τὸ συμφέρον is proposed as a mark, Arist. Rh. 1362a17; ἡ προκειμένη ξυμμαγία the alliance which naturally offers, Th.1.35; freq. of contests,πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ π. Pl.Phdr. 247b
, cf.La. 182a;καταγέλαστον.., ὃ πάλαι πρόκειται, τοῦτο πάλιν προτιθέναι Id.Euthd. 279d
; to be extant,προοίμια π. Id.Lg. 722e
; freq. in part., ὁ προκείμενος ἄεθλος the task set, Hdt.1.126, 4.10, cf. A.Pr. 259, 755;ἀγῶνος μεγίστου π. Hdt.9.60
;ἆθλα π. Lys.1.47
, X.Cyr.2.3.2, etc.;τὸν π. πόνον E.Alc. 1149
;ἔχειν ἔργον π. Pl.R. 407a
; τὰ προκείμενα, opp. μέλλοντα, S.Ant. 1334, cf. E.Rh. 984; soξυμφορᾶς προκειμένης Id.Alc. 551
; τὸ π. ἐν τῷ λόγῳ or τὸ π., the question under discussion, Pl.Grg. 457d, La. 184c, etc.; τὸ π. πρῆγμα the matter in hand, Hdt. 1.207: impers., περὶ σωτηρίας προκειμένου when the question is concerning safety, Ar.Ec. 401;πρόκειται ἡμῖν ζητεῖν Luc.Par.54
, cf. D.H. Rh.7.5.4 to be set forth, settled, prescribed, appointed, (lyr.);π. σημήϊα Hdt.2.38
; αἱ προκείμεναι ἡμέραι the prescribed days, ib.87; ;ἀναγκαίη π. Id.1.11
; τὸ θανεῖν.. πᾶσι πρόκειται prob. in IG12(1).146 ([place name] Rhodes); of laws,νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς π. S.Ant. 481
; of punishments,στέρεσθαι κρατὸς ἦν προκείμενον A.Pers. 371
;φόνον π. δημόλευστον S.Ant.36
;πολλῶν [ἁμαρτημάτων] θανάτου ζημίαι π. Th.3.45
.II lie before, lie in front of, c. gen., projecting further than,Hdt.
2.12, cf. 4.99; ᾗ (ᾧ codd.) προὔκειτο μαστῶν περονίς where was set a brooch before her breasts, S.Tr. 925;πρὸ τῶν ἀνθρώπων π. τὰ παραφράγματα Pl.R. 514b
;Ἐφέσου τεὰ τόξα πρόκειται Call.Dian. 258
;οἱ προκείμενοι τῶν στοῶν πύργοι Plb.1.48.2
: abs., of a cape, island, etc.,ἐν τῇ θαλάττῃ π. χωρίον X.An.6.4.3
;τὰ προκείμενα τῆς χώρας ὄρη Id.Mem. 3.5.27
;παρὰ ἤπειρον νῆσος π. Id.Ath.2.13
, etc.III precede, γράμμα π. an initial letter, AP11.426; ἐν τοῖς π. in the preceding pages, A.D.Synt. 138.4; ὡς πρόκειται ib.32.17, freq. in Pap., POxy.271.15 (i A. D.), etc.; προκείμενον a preceding word, A.D.Pron.39.25, al.; χρόνος ὁ προκείμενος date as above, PTeb.397.34 (ii A. D.); τοῦ π. ἔτους in the aforesaid year, PAmh.50.11 (ii B.C.);ἡ π. βοτάνη
above-mentioned,PMag.Par.
1.779, cf. Gal.12.455 (but οἱ π. θεοί represented on this monument, OGI663.2 (Egypt, i A. D.)).2 τὸ π. αὐτοῦ μόριον from which it is derived (ὥς from ὅς), A.D.Adv.171.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόκειμαι
-
52 πτύσσω
πτύσσω (never [suff] πτυέλ-ττω), ([etym.] ἀνα-) S.Fr. 301:[tense] fut. πτύξω ([etym.] ἀνα-) E.HF 1256: [tense] aor. ἔπτυξα (v. infr.):—[voice] Med., Od.2.77 ([etym.] ποτι-), etc.: [tense] fut. πτύξομαι ([etym.] προς-) 3.22: [tense] aor.A :—[voice] Pass., Il.13.134, etc.: [tense] aor. ἐπτύχθην ([etym.] ἀν-, δι-) X.Cyr.7.5.5, S.Ant. 709: [tense] aor. 2 ἐπτύγην [pron. full] [ῠ], ([etym.] ἀν-) Hp.Int.48: [tense] pf.ἔπτυγμαι App.BC4.72
, etc., ([etym.] ἀν-) E.El. 357; : [tense] plpf. ἔπτυκτο ([etym.] προς-) Pi.I.2.39:—fold, double up, χιτῶνα, εἵματα πτύξαι, fold up garments and put them by, Od.1.439, 6.111, 252;σπλῆνα Hp.Fract.8
; χεῖρας πτύξαι ἐπί τινι fold one's arms over or round another, S.OC 1611; βιβλίον fold, close a book, Ev.Luc.4.20.II [voice] Pass., of the foetus, Hp.Mul.1.69; of bandages, Gal.18(1).826;γραμματεῖα ἐπτυγμένα Hdn.1.17.1
; πύργοι ἐπτ. App. l.c.; ἔγχεα δὲ πτύσσοντο perh. were interlaced, Il. l.c. -
53 στέγω
στέγω, used by early writers mainly in [tense] pres. and [tense] impf.: [tense] fut. στέξω dub. cj. in D.S.11.29: [tense] aor.Aἔστεξα Plb.8.12.5
, Plu.Alex.35, etc.:—[voice] Med., [tense] aor. ἐστέξατο cj. for ἐδέξατο in AP13.27 (Phal.):— [voice] Pass., [tense] aor.ἐστέχθην Simp. in Epict.p.117
D.:—cover closely, so as to keep a fluid either out or in, Pl.Ti. 78a (of fire):A keep out water, δόμος ἅλα στέγων a house that keeps out the sea, i.e. a good ship, A.Supp. 135 (lyr.): abs., νῆες οὐδὲν στέγουσαι not water-tight, Th.2.94;εὐνὰς τοιαύτας οἵας.. στέγειν.. ἱκανὰς εἶναι Pl.R. 415e
, cf. Ti. 45c, Cra. 412d; τῇ.. στεγούσῃ γῇ in the impervious earth, Id.Criti. 111d; συμμύει καὶ στέγει, of timber, Thphr.HP5.7.4, cf. 5.4.5;οἰκία στέγουσα IG22.2498.23
, cf. 12(5).568.12 (Ceos, v/iv B.C.):—so in [voice] Med., στέγετο.. ὄμβρους kept off the rain from himself, Pi.P.4.81; νεῦς οὐκ ἐστέξατο κῦμα APl.c. (v. supr.);ταῦτα δὲ παρέξοντι οἰκοδομημένα καὶ στεγόμενα καὶ τεθυρωμένα Tab.Heracl.1.142
.2 of other things, fend off, repel, ;δόρυ πολέμιον στέγειν A.Th. 216
; στέγων γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ' ib. 1014;σ. τὰς πληγάς Ar.V. 1295
;στέγει ἡ σὰρξ τὸ προσπῖπτον θερμόν Arist. Pr. 889a11
.3 later, bear up, sustain, support,ἡ θάλαττα.. σ. τὰ βάρη Id.Fr. 217
;σ. τὸν ὄροφον J.AJ5.8.12
; ; bear up against, endure, resist, τὴν ἐπιφοράν, ἔφοδον, Plb.3.53.2, 18.25.4, cf. SIG700.23 (Lete, ii B.C.);σ. νόσον AP11.340
(Pall.);τὸ δυσῶδες Memn.2.4
;τὰς ἐνδείας Ph.2.526
; ἡ ἀγάπη.. πάντα ς. 1 Ep.Cor.13.7, cf. 9.12: abs., contain oneself, hold out,στέγειν, καρτερεῖν Lyr.Alex.Adesp.1.30
, cf. 1 Ep.Thess.3.1,5;ἔστεξα ἕως ἔλθῃς POxy.1775.10
(iv A.D.) (in S.OT 11 στέξαντες is f.l. for στέρξαντες).B keep in, hold water, etc., δάκρυον ὄμματ' οὐκέτι στέγει prob.f.l. in E.IA 888 (troch.); οὐκ ἂν δυναίμην μὴ στέγοντα πιμπλάναι I could not fill leaky vessels, Id.Fr. 899; ὕδωρ ς., of a vessel, Pl.R. 621a: metaph.,τὴν ψυχὴν κοσκίνῳ ἀπῄκασε.. τετρημένην, ἅτε οὐ δυναμένην στέγειν δι' ἀπιστίαν καὶ λήθην Pl.Grg. 493c
; [ψυχὴν] στέγουσαν οὐδέν Id.Lg. 714a
; in Id.R. 586b, τὸ στέγον ἑαυτῶν prob. means the continent part of each man, cf.στεγανός 11.4
.II generally, contain, hold, ἄγγος σῶμα τοὐκείνου ς. S.El. 1118, cf. E. Ion 1412;ὄχλον σ. δῶμα Id.Hipp. 843
.III shelter, protect,πύργοι πόλιν στέγουσιν S.OC15
codd., cf. A.Th. 797: metaph.,ὅρκος σ. τὴν ὁμόνοιαν αὐτῶν D.S.11.29
(cj.); τὸ ξύλον ἔστεξεν ἡ γῆ retained and cherished it, so that it struck root, Plu. Rom.20, cf. Alex.35.2 conceal, keep hidden, ;ἥξει.., κἂν ἐγὼ σιγῇ στέγω S.OT 341
; τί χρὴ στέγειν ἢ τί λέγειν; Id.Ph. 136 (lyr.); ;σ. τἀμὰ καὶ σ' ἔπη E.El. 273
;στέξαι τὸ κριθέν Plb.4.8.2
:—[voice] Pass., to be kept secret, Th.6.72; παρ' ὑμῶν εὖ στεγοίμεθ' let my counsel be kept secret by you, S.Tr. 596.IV close up, in [voice] Pass.,τὰ τῶν ἀγγείων στόματα στεγόμενα Paul.Aeg.6.7
. (Cf. Skt. sthagati 'cover, hide', Lat. tego, Engl. thatch.) -
54 τριώροφος
A of three stories or floors, Hdt.1.180 (v.l. -ορ-), LXX Ge.6.16;οἰκίαι Aristid. Or.27(16).20
;οἰκήματα Ph.2.143
;πύργοι J.AJ13.8.2
.II τὸ τ., = τρίστεγον, third story, LXX 3 Ki.6.13(8), in pl. [suff] τρῐ-ώρῠγος, ον, ([etym.] ὄργυια) of three fathoms, restored in X.Cyr.6.1.52 by L. Dind. from the best codd. (which have τριώρων or τριώρυον), others having τριόργυ (ι) ον: cf. διώρυγος, πεντώρυγος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριώροφος
-
55 ἀκατάβλητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατάβλητος
-
56 ἀνίστημι
A causal in [tense] pres. ἀνίστημι (later [full] ἀνιστάω S.E.M. 9.61): [tense] impf. ἀνίστην: [tense] fut. ἀναστήσω, poet. ἀνστήσω: [tense] aor. 1 ἀνέστησα, [dialect] Ep. ἄνστησα, [dialect] Aeol. [ per.] 3pl.ὄστασαν Hsch.
: [tense] pf. , Arr.Epict.1.4.30: also in [tense] aor. 1 [voice] Med. ἀνεστησάμην (v. infr. 1.5, 111.6).I make to stand up, raise up, γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη he raised the old man up by his hand, Il.24.515, cf. Od.14.319;τί μ' αὖ.. ἐξ ἑδρας ἀνίστατε; S.Aj. 788
;ἀ. τινὰ ἐκ τῆς κλίνης Pl.Prt. 317e
;ὀρθὸν ἀ. τινά X.Mem.1.4.11
;ἀπὸ τοῦ καθαρμοῦ τινα D.18.259
.2 raisefrom sleep, wake up, Il.10.32, etc.;εἰς ἐκκλησίαν ἀ. τινά Ar.Ec. 740
;ἀ. τινὰ ὠμόϋπνον Eup.305
: metaph.,ἀ. νόσον S.Tr. 979
.3 raise from the dead,οὐδέ μιν ἀνστήσεις Il.24.551
, cf. A.Ag. 1361, S.El. 139; from misery or misfortune, Id.Ph. 666, Aeschin.1.67.5 after Hom., also of things, set up, build, στήλας v.l. in Hdt.2.102;πύργους X.Cyr.7.5.12
, etc.;τρόπαια Διί E.Ph. 572
; ἀνδριάντα ἐς Δελφούς Philipp. ap. D.12.21; so ἀ. τινὰ χρυσοῦν, χαλκοῦν (in pure Attic ἱστάναι), set up a golden, brazen statue of him, Plu.2.170e, Brut.1 ([voice] Pass., v. infr. B):—so in [tense] aor. 1 [voice] Med., ἀναστήσασθαι πόλιν build oneself a city, Hdt.1.165; ἀνεστήσαντο δὲ βωμούς they set them up altars, Call.Dian. 199.6 put up for sale, Hdt.1.196.II rouse to action, stir up,ἀλλ' ἴθι νῦν Αἴαντα.. ἄνστησον Il.10.176
, cf. 179, 15.64, etc.: c. dat. pers., raise up against another, τούτῳ δὲ πρόμον ἄλλον ἀναστήσουσιν ib.7.116 (v. infr. B. 1.5): rouse to arms, raise troops, Th.2.68,96;ἀ. πόλεμον ἐπί τινα Plu.Cor.21
; ἀναστήσας ἦγε στρατόν he called up his troops and marched them, Th.4.93, cf. 112, etc.III make people rise, break up an assembly by force, Il.1.191; but ἐκκλησίαν ἀναστῆσαι adjourn it, X.HG2.4.42.2 make people emigrate, transplant (cf. infr. B. 11.2),ἔνθεν ἀναστήσας ἄγε Od.6.7
;ἀνίστασαν τοὺς δήμους Hdt.9.73
;Αἰγινήτας ἐξ Αἰγίνης Th.2.27
; evenγαῖαν ἀναστήσειν A.R.1.1349
;οἴκους Plu.Publ.21
; alsoἀ. τινὰ ἐκ τῆς ἐργασίας D.18.129
.3 make suppliants rise and leave sanctuary, Hdt.5.71, Th.1.137, S.OC 276, etc.: also ἀ. στρατόπεδον ἐκ χώρας make an army decamp, Plb.29.27.10;τὰ πράγματα ἀνίστησί τινα Plu.Alc. 31
.4 ἀ. ἐπὶ τὸ βῆμα make to ascend the tribune, Id.2.784c, cf. Cam.32.5 of sportsmen, put up game, X.An.1.5.3, cf. Cyr.2.4.20 ([voice] Pass.), Cyn.6.23, D.Chr.2.2.6 μάρτυρα ἀναστής ασθαί τινα call him as one's witness, Pl.Lg. 937a.B intr. in [tense] pres. and [tense] impf. ἀνίσταμαι, -μην, in [tense] fut. ἀναστήσομαι, in [tense] aor. 2 ἀνέστην (but ἀναστῶ, for ἀναστήσω, Crates Com.4D.), imper. ἄστηθι (for ἄν-στηθι) Herod.8.1, part.ἀστάς IG4.951.112
(Epid.): [tense] pf. ἀνέστηκα, [dialect] Att. [tense] plpf. ἀνεστήκη; also [tense] pf.ἀνεστέασι Hdt.3.62
: [tense] aor. [voice] Pass. ἀνεστάθην, [dialect] Aeol. part.ὀσταθείς Hsch.
:—stand up, rise, esp. to speak,τοῖσι δ' ἀνέστη Il.1.68
, 101, etc.;ἐν μέσσοισι 19.77
: in [dialect] Att. c. [tense] fut. part., ἀ. λέξων, κατηγορήσων, etc.: so c. inf.,ἀνέστη μαντεύεσθαι Od.20.380
: in part.,ἀναστὰς εἶπε E.Or. 885
; ; also, rise from one's seat as a mark of respect,θεοὶ δ' ἅμα πάντες ἀνέσταν Il.1.533
; ἀπὸ βωμοῦ (cf. A. 111.3) Aeschin.1.84.2 rise from bed or sleep,ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα Il.14.336
, cf. A.Eu. 124;εὐνῆθεν Od.20.124
;ὄρθρου ἀ. Hes. Op. 577
; ; οὐδ' ἀνιστάμην ἐκ κλίνης, of a sick person, And.1.64: abs., rise from sleep, Hdt.1.31.5 rise as a champion, Il.23.709; θανάτων χώρᾳ πύργος ἀνέστα [Oedipus] S.OT 1201: hence c. dat., stand up [to fight against..],Ἀγκαῖον.., ὅς μοι ἀνέστη Il.23.635
;μή τίς τοι.. ἄλλος ἀναστῇ Od.18.334
; codd.; v. supr. A.11.6 rise up, rear itself, (lyr.), cf. Plb.16.1.5; of statues, etc., to be set up, Plu.2.91a, 198f: metaph.,μή τι ἐξ αὐτῶν ἀναστήῃ κακόν Pi.P.4.155
;πόλεμος D.H.3.23
;θορύβου ἀναστάντος App.BC1.56
.8 of a river, rise,ἐξ ὀρέων Plu.Pomp.34
.9 [tense] pf. part.,γῆ γηλόφοισιν ἀνεστηκυῖα Arr.Ind.4.7
: metaph., lofty,ἀ. τὴν ψυχὴν γενόμενος Eun.Hist.p.233
D.2 to be compelled to migrate (supr. A. 111.2),ἐξ Ἄρνης ἀναστάντες ὑπὸ Θεσσαλῶν Th.1.12
, cf. 8: of a country, to be depopulated,χώρα ἀνεστηκυῖα Hdt.5.29
;πόλις.. πᾶσ' ἀνέστηκεν δορί E.Hec. 494
; ἡσυχάσασα ἡ Ἑλλὰς καὶ οὐκέτι ἀνισταμένη no longer subject to migration, Th.1.12;τὴν ἀσφάλειαν.. περιείδετ' ἀνασταθεῖσαν D.19.84
.3 of a law-court, rise, Id.21.221.4 cease,οὐκ, ἀνέστη ἕως ἐνίκησε σκορπίσαι Psalm.Solom.4.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνίστημι
-
57 ἐγγώνιος
A forming an angle, esp. right angle,σχῆμα Hp.Art.22
; λίθοι ἐντομῇ ἐγγώνιοι cut square, Th.1.93;πύργοι J.BJ 7.8.3
. Adv. - ίως Paul.Aeg.6.115.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγγώνιος
-
58 ἐλλιμένιος
II Subst. [suff] ἐλλῐμέν-ιον, τό, harbourdues, customs, Eup.48, SIG524.6 (Crete, iii B.C.), Milet.3 No.37d68, Arist.Oec. 1350a16, Plb.30.31.12: pl., GDI5018 (Cret.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλλιμένιος
-
59 ἐρύω
ἐρύω (A), Il.4.467, al., [dialect] Ion. [full] εἰρύω, [dialect] Dor. [full] ϝερύω (v. infr.): [dialect] Ep. inf. εἰρύμεναι [pron. full] [ῠ] Hes.Op. 818: [tense] impf.Aεἴρυον Mosch.2.14
,ἔρυον Il.12.258
,ἐρύεσκον Nonn.D.43.50
: [tense] fut.ἐρύω Il.11.454
, al.,ἐρύσω Opp.H.5.375
; [dialect] Ep.ἐρύσσω Orph.L.35
, Nonn.D.17.183 : [tense] aor.εἴρῠσα Od.2.389
, Hdt. 2.136 (in Hdt. εἴρυσα takes the place of εἵλκυσα),ἔρῠσα Il.5.573
;εἴρυσσα 3.373
, Od.8.85 ; lengthd. ἐρύσασκε ([etym.] ἐξ-) Il.10.490; imper. (hex.), [dialect] Dor. ϝερυσάτω (dub. sens.) BCH50.15 (Delphi, iv B.C.); subj.ἐρύσω Il.17.230
,εἰρύσω Hp.Morb.2.8
, etc.; [ per.] 2sg.ἐρύσσῃς Il.5.110
; [dialect] Ep. [ per.] 1pl. ἐρύσσομεν (for - ωμεν) 14.76, 17.635 ; opt.ἐρύσαιμι 8.21
, εἰρύσαιμι Timo 59 ; inf. ἐρύσαι, ἐρύσσαι, Il.17.419, 8.23,εἰρύσαι Hp. Morb.1.29
, ([etym.] δι-, ἐξ-) Hdt.7.24, 1.141 ; part.ἐρύσας Il.23.21
,ἐρύσαις Pi. N.7.67
,εἰρύσας Hdt.4.10
,ἐρύσσας A.R.3.913
.—[dialect] Ion., [dialect] Dor., and poet. Verb:—drag, draw, implying force or violence, νῆα..εἰς ἅλα, ἅλαδε, ἤπειρόνδε, Il.1.141, Od.2.389, 10.423 ; ἐπ' ἠπείροιο on land, 16.325, 359 ; [δόρυ] ἐ. ἐπ' ἄκρης, of the Trojan horse, 8.508 ; freq. of the dead, νεκρόν, νεκροὺς ἐ., of the friends, drag them away, rescue them, Il.5.573, 16.781 ; of the enemy, drag them off for plunder, ransom, etc., 4.467, al.; τρὶς ἐρύσας περὶ σῆμα (sc. Ἕκτορα) 24.16 ; of dogs and birds of prey, drag and tear,οἰωνοὶ ὠμησταὶ ἐρύουσι 11.454
, etc.; drag away, carry off violently, Od.9.99: c. gen. partit.,διὰ δώματ' ἐ...ἢ ποδὸς ἢ καὶ χειρός 17.479
; ἐ. τινὰ κουρίξ by the hair, 22.187 ; also, pull down, tear away,κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον Il.12.258
, cf. 14.35.2 simply, draw, pull,δόρυ ἐξ ὠτειλῆς 16.863
;φάρμακον ἐκ γαίης Od.10.303
;ἐξ οὐρανόθεν πεδίονδε Ζῆν' Il.8.21
;κίον' ἀν' ὑψηλὴν ἐρύσαι Od.22.176
; φᾶρος..κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε drew it over his head, 8.85 ; ἄλλον μὲν χλαίνης ἐρύων, ἄλλον δὲ χιτῶνος pulling or plucking him by.., Il. 22.493 ; νευρὴν ἐπὶ τῷ ἐ. drawing the bowstring at him, 15.464 ;ἐ. τόξον Hdt.3.30
,4.10; εἴρυσον ἔγχος draw thy sword, S.Tr. 1033 (hex.); attract, absorb, [ ὑγρόν] Hp.Loc.Hom.14 : c. gen. partit.,τῆς χολῆς Id.Morb.1.29
; ἐπί τινι κλῆρον ἐ. draw lots for.., Call.Jov.62 ; ἐκ ποδὸς ἐ. to put aside, Pi.N.7.67 ; ὅππῃ ἐμὸν νόον εἰρύσαιμι Timol.c.; also πλίνθους εἰρύσαι make bricks, Hdt.2.136. (B) [voice] Med. [full] ἐρύομαι, [dialect] Ion. [full] εἰρύομαι [pron. full] [ῠ], [tense] fut. inf.Aἐρύεσθαι Il.14.422
, al., ἐρύσσεσθαι v.l. in Od.21.125, Il.21.176 : [tense] aor. 1εἰρύσσατο 22.306
,ἐρύσαντο 1.466
, etc.; subj.ἐρύσωμαι A.R.1.1204
; opt. ἐρύσαιο, -αίατο, Il.5.456, 298 ; inf.ἐρύσασθαι 22.351
; part.ἐρυσσάμενος 1.190
, εἰρυσάμενος (ἐπ-) Hdt.4.8:—draw for oneself, ἐρυσαίμεθα νῆας launch us ships, Il.14.79 ; [ἵππον] ἐς ἀκρόπολιν ἐ. Od.8.504
; ξίφος, ἄορ, μάχαιραν ἐρύεσθαι, draw one's sword, Il.4.530, 21.173, 3.271 ;ἄορ ἐκ κολεοῖο Theoc.22.191
;δόρυ ἐξ ὠτειλῆς εἰρυσάμην Od.10.165
; of meat on the spit, ἐρύσαντό τε πάντα they drew all off, Il.1.466, etc.; ἐρύσσασθαι μενεαίνων in his anxiety to draw [the bow], Od.21.125 ;βύρσαν θηρὸς ἀπὸ μελέων Theoc.25.273
; simply, wrench,ὅταν ἱστὸν ἀνέμοιο κατάϊξ..ὑπὲκ προτόνων ἐρύσηται A.R.1.1204
.2 of captives, χρυσῷ ἐρύσασθαι weigh against gold (cf. ἕλκω): hence, ransom, Il.22.351 (cf. ἀντερύομαι).II draw out of the press,ἐρύσασθαί τινα μάχης Il.5.456
; esp. of friends dragging away the body of a slain hero,οὐδέ κε..ἐκ βελέων ἐρύσαντο νέκυν 18.152
; of enemies, 14.422, 17.161 : c. dat., in spite of, from, 5.298, 17.104. (C) [voice] Pass., [tense] pf. εἴρῡμαι, [tense] plpf. [ per.] 3pl.Aεἰρύατο [ῡ Il.14.30
, al., [pron. full] ῠ 4.248], εἴρυντο (v. infr.): [tense] aor. ἐρύσθην or εἰρ-, Hp.Epid.5.47, Mul.1.36:—to be drawn ashore, drawn up in line, of ships,εἴρυντο νέες ταχὺν ἀμφ' Ἀχιλῆα Il.18.69
; , cf.4.248.2 to be drawn, attracted, of moisture, Hp.l.c.; to be contracted, ἐς τοὔπισθεν ἐρυσθείς, of tetanic convulsions, Id.Epid.5.47 ; τὴν γνάθον ἐρυσθεῖσα ib.4.36. (ϝερῠ-, ϝρῡ-, cf. ῥῡ-τήρ ([etym.] βρύτηρ), ῥῦ-μα, ῥῡ-μός.)------------------------------------ἐρύω (B), only in [voice] Med. [full] ἐρύομαι, redupl. non-thematic [tense] pres. [ per.] 3pl. εἰρύαται [pron. full] [ῠ] Il.1.239, h.Cer. 152, [pron. full] [ῡ]Od.16.463 ; inf.Aεἴρυσθαι 3.268
, 23.151 (from se-srū-, v. infr.); [tense] impf.εἴρῡτο Il.16.542
, 24.499, Od.23.229, Hes.Sc. 138,εἴρυντο Il.12.454
, εἰρύατο [pron. full] [ῠ] 22.303 : from unredupl. stem [pref] ῥῡ- ( srū-]), non-thematic [ per.] 3pl. [tense] impf. ῥύατ' [pron. full] [ῡ] 18.515, Od.17.201, inf.ῥῦσθαι Il.15.141
, iterat.ῥύσκευ 24.730
: thematic [tense] pres. [full] ῥύομαι [pron. full] [ῠ] Od.14.107, 15.35, Il.9.396, 10.259, 417, Hes.Sc. 105 ; with ῡ, ῥύομ' Il.15.257
,ῥύοιτο 12.8
,ῥύοισθε 17.224
; [tense] impf. ῥύετ' [pron. full] [ῡ] 16.799 : [pron. full] ῡ in Trag. (E.HF 197, al., also A.Eleg.3), but [pron. full] ῠ in Id.Th. 303 (lyr.), 824 (anap.): thematic [tense] impf. ἐρύετο [pron. full] [ῡ] Il.6.403 ; non-thematicἔρῡτο 4.138
, 5.23, al.,ἔρῡσο 22.507
( ἔρῡτο as [tense] aor. 2 S.OT 1351 (lyr.)): [tense] pres. inf.ἔρυσθαι Od.5.484
,9.194, al.; later [tense] pres. ind.ἔρῡται A.R.2.1208
: [tense] fut.ἐρύσσεται Il.10.44
, ἐρύεσθαι [pron. full] [ῠ] 20.195, ῥύσομαι [pron. full] [ῡ] Hes.Th. 662, Hdt.1.86, A.Th.91 (lyr.); [ per.] 3pl. : [tense] aor. I εἰρῠσάμην (from e-serū-) Il.4.186, 20.93, 21.230 ; opt. ἐρύσαιτο [pron. full] [ῠ] 24.584 ; ind. also ἐρρύσατο [pron. full] [ῡ] Od.1.6, al., ἐρύσατο [pron. full] [ῡ] Il.5.344, al., once withῥῠ, ῥῠσάμην 15.29
: from the redupl.[tense] pres. εἴρῡμαι are formed [tense] fut. ind. [ per.] 3pl.εἰρύσσονται 18.276
, I pl.εἰρῠόμεσθα 21.588
: [tense] aor. I inf.εἰρύσσασθαι 1.216
; opt.εἰρυσσαίμην 8.143
, 17.327, Od.16.459:—later [voice] Pass., [tense] aor.ἐρρύσθην Ev.Luc.1.74
, 2 Ep.Ti.4.17, Hld.10.7 : for ἔρῠτο and ἐρυσσάμενοι as [voice] Pass., v. infr. 4:—protect, guard, of armour, [πήληξ] κάρη ῥύετ' Ἀχιλλῆος Il.16.799
; [κυνέη] εἴρυτο κάρη Hes.Sc. 138
;ῥύεται δὲ κάρη Il.10.259
, etc.;μίτρης..ἥ οἱ πλεῖστον ἔρυτο 4.138
, cf. 23.819 ;ἄστυ δὲ πύργοι ὑψηλαί τε πύλαι σανίδες τ'..εἰρύσσονται 18.276
, cf. 12.454 ; ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν, ὄφρα σφιν νῆας..ῥύοιτο ib.8 ;οἶος ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ 6.403
, cf. 22.507, 24.499 ;οἵ με πάρος γε εἰρύατο 22.303
;ὅς σε πάρος περ ῥύομ' 15.257
, cf.A.Th.91 (lyr.), etc.; καὶ πῶς βέβηλον ἄλσος ἂν ῥύοιτό με; Id.Supp. 509 ;Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ ᾧ Il.16.542
; ; [ἔλαφον] ὕλη εἰρύσατο 15.274
; of warders or watchmen, 10.417 ;σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε Od.14.107
; νῆα, νῆας ἔρυσθαι, 9.194, 10.444, 14.260, 17.429 ;εἴρυσθαι μέγα δῶμα 23.151
; ἣ νῶϊν εἴρυτο θύρας, of a female slave, ib. 229;ἐπέτελλεν..εἴρυσθαι ἄκοιτιν 3.268
; αὖλιν ἔρυντο, of dogs, Theoc.25.76 ; ἔτι μ' αὖτ' εἰρύαται οἴκαδ' ἰόντα lie in wait for me, Od.16.463 ; χαλεπόν σε θεῶν..δήνεα εἴρυσθαι to discover them, 23.82 (here perh. a difft. word, cogn. with ἐρευνάω, cf. Pi.Fr.61) ; φρεσὶν εἰρύσσαιτο keep in his heart, conceal, Od.16.459 ; οἵ τε θέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται maintain them, Il.1.239 : hence, support, hold in honour, with notion of obedience, ;ἔπος εἰρύσσασθαι 1.216
.2 without any notion of defence, merely cover,ὡς ῥύσαιτο περὶ χροΐ μήδεα φωτός Od.6.129
;φύλλων χύσις ἤλ θα πολλὴ ὅσσον τ' ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι 5.484
.3 c. acc. rei, keep off, ward off, ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν by no augury could he ward off black death, Il.2.859 ; ἡ δ' (sc. ἀσπὶς)οὐκ ἔγχος ἔρυτο 5.538
, 17.518, Od.24.524 ;ἀλλὰ πάροιθεν εἰρύσατο ζωστήρ Il.4.186
.4 thwart, check, curb, much like ἐρύκω,Διὸς νόον εἰρύσσαιτο 8.143
; ;Ἠῶ ῥύσατ' ἐπ' Ὠκεανῷ Od.23.244
;νῆά τ' ἔρυσθαι A.R.3.607
; so prob. in Τροΐας ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί νιν ῥύοντό ποτε ( thwarted him)μάχας..ἔργον..κορύσσοντα Pi.I.8(7).57
; νόστον ἐρυσσάμενοι having been balked of their return ([voice] Med. in pass. sense, cf. ἐστεφανώσατο, κατασχόμενος), Id.N.9.23 (v.l. ἐρεις-):—[voice] Pass.,ἡ δ' ἔρῠτ' εἰν Ἀρίμοισι Hes.Th. 304
.5 rescue, save, deliver (not in [dialect] Att. Prose exc. Th.5.63);μετὰ χερσὶν ἐρύσατο Φοῖβος Ἀπόλλων Il.5.344
, cf. 11.363; πῶς ἂν.. εἰρύσσαισθε Ἴλιον; 17.327 ;Ποσειδάων..Νέστορος υἱὸν ἔρυτο 13.555
;βουλῆς..ἥ τίς κεν ἐρύσσεται ἠδὲ σαώσει Ἀργείους 10.44
; ;ὁ δ' ἐρύσατο καί μ' ἐλέησεν Od.14.279
;ἐρρύσατο καὶ ἐσάωσεν Il.15.290
; ;πατρίδα ῥυομένους Id.Eleg.3
;ῥύου με κἀκφύλασσε S.OC 285
, cf. Hdt.7.217,8.114 : freq. folld. by a Prep.,οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ' ὑπὲκ κακοῦ Od. 12.107
;Ζεῦ πάτερ, ἀλλὰ σὺ ῥῦσαι ὑπ' ἠέρος υἷας Ἀχαιῶν Il.17.645
, cf. 224 ;ἐκ..πόνων ἐρρύσατο Pi.P.12.19
;ῥύσασθαί μιν ἐκ τοῦ παρεόντος κακοῦ Hdt.1.87
;ὡς ἂν ἀλλὰ παῖδ' ἐμὴν ῥυσώμεθ' ἀνδρῶν ἐκ χερῶν μιαιφόνων E.Or. 1563
: (lyr.);ἀπὸ τοῦ πονηροῦ Ev.Matt.6.13
: c. gen.,ῥ. τινὰ τοῦ μὴ κατακαυθῆναι Hdt.1.86
;κακῶν μυρίων E.Alc. 770
; (lyr.);πολέμου καὶ μανιῶν ῥ. Ἑλλάδα Ar. Lys. 342
: c. inf.,ῥ. τινὰ θανεῖν E.Alc.11
;τινα μὴ κατθανεῖν Id.HF 197
, cf. Or. 599, Hdt.7.11 ; also, save from an illness, cure, Id.4.187 : generally, Id.3.132.6 set free, redeem, τὸν ἔνθεν ῥυσάμην I set him free from thence, Il.15.29 ;ἐκ δουλοσύνης Hdt.5.49
,9.90; δουλοσύνης ib. 76 ;μάντιν Ἠλεῖον..ἀπημελημένον ἐν τοῖσι ἀνδραπόδοισι ἐρρύσατο Id.3.132
; butχρυσῷ ἐρύσασθαι Il.22.351
seems to come from ([etym.] ϝ) ερύω (v. ἐρύω (A) B.1.2).b metaph., redeem, compensate for.., ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας (v.l. λύσεσθαι) Th.5.63 ; ταῦτα πάντα κατθανοῦσα ῥύσομαι my death will redeem (purchase) all this, E.IA 1383 (troch.);ῥ. καμάτους Epigr.Gr.853.6
:—double sense in S.OT 312, 313 ῥῦσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῦσαι δ' ἐμέ, ῥῦσαι δὲ πᾶν μίασμα τοῦ τεθνηκότος redeem (deliver) thyself and the state and me, and redeem the pollution from the dead (the μίασμα being thought of as an unpaid debt). ( ἐρῠ- ῥῡ- from ser[ucaron]- srū-, cogn. with Lat. servare, v. οὖρος 'guard', ἔρυμα, ἐρυμνός.) -
60 ἑξώροφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑξώροφος
См. также в других словарях:
Πύργοι — I Πόλη της αρχαίας Τριφυλίας στην Ήλιδα, μια από τις έξι πόλεις που ίδρυσαν οι Μίνυες. Λείψανά της βρέθηκαν στη δεξιά όχθη του ποταμού Νέδα, κοντά στο χωριό Άγιος Ηλίας. II Όνομα 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.) στην πρώην επαρχία… … Dictionary of Greek
Πυργοῖ — Πυργώ fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοῖ — πυργόω gird pres ind mp 2nd sg πυργόω gird pres opt act 3rd sg πυργόω gird pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυργοί — πυργόω gird pres subj mp 2nd sg πυργόω gird pres ind mp 2nd sg πυργόω gird pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύργοι — Πύργος tower masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύργοι — πύργος tower masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύργοι Θερμής — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Μυτιλήνης του νομού Λέσβου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (2 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… … Dictionary of Greek