-
1 θεό-κμητος
θεό-κμητος, von Gott gemacht, göttlich, βέλεμνα Qu. Sm. 3, 419, a. sp. D.
-
2 θεόκμητος
θεό-κμητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόκμητος
-
3 θεόκμητος
θεό-κμητος, von Gott gemacht, göttlich
См. также в других словарях:
θεόκμητος — θεόκμητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από θεό, ο επεξεργασμένος απο θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κμητος (< κάμνω), πρβλ. ανδρό κμητος, χειρό κμητος] … Dictionary of Greek