-
1 Κολώνα
Κολώνᾱ, Κολώνηhill: fem nom /voc /acc dualΚολώνᾱ, Κολώνηhill: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 κολώνα
κολώνᾱ, κολώνηhill: fem nom /voc /acc dualκολώνᾱ, κολώνηhill: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 κολωνα
-
4 κολώνα
1 hillὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν P. 12.3
Λο]κρῶν οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 5. -
5 κολώνα
η колонна -
6 Κολώνας
Κολώνᾱς, Κολώνηhill: fem acc plΚολώνᾱς, Κολώνηhill: fem gen sg (doric aeolic) -
7 κολώνας
κολώνᾱς, κολώνηhill: fem acc plκολώνᾱς, κολώνηhill: fem gen sg (doric aeolic) -
8 Κολωνάς
Κολωνά̱ς, Κολώνηhill: fem acc pl -
9 Κολωνάων
Κολωνά̱ων, Κολώνηhill: fem gen pl (epic doric aeolic) -
10 Κολώναν
Κολώνᾱν, Κολώνηhill: fem acc sg (doric aeolic) -
11 κολωνάων
κολωνά̱ων, κολώνηhill: fem gen pl (epic aeolic) -
12 κολώναν
κολώνᾱν, κολώνηhill: fem acc sg (doric aeolic) -
13 εὔ-δμητος
-
14 αργειλοφος
-
15 ευδμητος
эп. ἐΰδμητος, дор. εὔδμᾱτος 2хорошо построенный, красиво сооруженный(βωμός, πόλις, τοῖχος Hom.; πύργος Hom., Hes.; κολώνα Pind.)
-
16 Τριοπος
-
17 колонна
1. (высокий столб) о στύλος, η κολόνα, η κολώνα- βάσης2. арх. о κίων, ο κίονας 3. тех. о (βιομηχανικός) πύργος 4. (грузовая) мор. η στήλη του φορτίου/της μπίγας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колонна
-
18 графа
графаж ἡ στήλη, ἡ κολώνα. -
19 колонна
колонн||аяс1. ὁ στύλος, ἡ κολώνα, ὁ κίων:гранитная \колонна στύλος γρανίτινος· основание \колоннаы ἡ βάση τοῦ στύλου·2. (строй) ἡ φάλαγγα, ἡ φάλαγξ:\колоннаы войск οἱ φάλαγγες τοῦ στρατοῦ· танковая \колонна ἡ φάλαγγα τῶν τάνκς. -
20 κολόνα
η см. κολώνα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κολώνα — Κολώνᾱ , Κολώνη hill fem nom/voc/acc dual Κολώνᾱ , Κολώνη hill fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολώνα — κολώνᾱ , κολώνη hill fem nom/voc/acc dual κολώνᾱ , κολώνη hill fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολόνα ή κολώνα — Ιταλική λέξη που επικράτησε στη νεοελληνική γλώσσα, αντικαθιστώντας τη λέξη κίονας (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
Κολώνας — Κολώνᾱς , Κολώνη hill fem acc pl Κολώνᾱς , Κολώνη hill fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολώνας — κολώνᾱς , κολώνη hill fem acc pl κολώνᾱς , κολώνη hill fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολωνάς — Κολωνά̱ς , Κολώνη hill fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολωνάων — Κολωνά̱ων , Κολώνη hill fem gen pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολωνάων — κολωνά̱ων , κολώνη hill fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολώναν — Κολώνᾱν , Κολώνη hill fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολώναν — κολώνᾱν , κολώνη hill fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αίγινας — Ήταν το πρώτο μουσείο που ιδρύθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα το 1829 από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Μέχρι το 1932, που τα σπουδαιότερα ευρήματα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, είχαν συγκεντρωθεί στην Αίγινα αρχαιότητες από πολλά μέρη της χώρας και κυρίως από τα … Dictionary of Greek