Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πίλ-να-μαι

См. также в других словарях:

  • δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… …   Dictionary of Greek

  • πίλναμαι — Α προσεγγίζω, πλησιάζω («ἅρματα... χθονὶ πίλνατο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο παθ. αθέματος ενεστ. πίλ νᾰ μαι έχει σχηματιστεί με ενεστ. επίθημα νη μι / νᾱ μι (πρβλ. δάμ νημι) που στη μέση φωνή εμφανίζεται με τη συνεσταλμένη του μορφή νᾰμι από τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»