Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δασπλῆτις

См. также в других словарях:

  • δασπλήτις — δασπλῆτις ( ιδος), η (Α) τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ δασπλῆτις Έρινύς», «χαῑρ Έκάτα δασπλῆτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την ερμηνεία τής οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. είναι σύνθετη, τότε το β… …   Dictionary of Greek

  • δασπλῆτις — horrid fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασπλῆτι — δασπλῆτις horrid masc/fem dat sg δασπλῆτις horrid fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασπλῆτα — δασπλῆτις horrid masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασπλῆτας — δασπλῆτις horrid masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασπλῆτε — δασπλῆτις horrid masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασπλῆτες — δασπλῆτις horrid masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασπλῆτος — δασπλῆτις horrid masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασπλής — δασπλῆτις horrid masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ερινύς — και Ερινύα, η συνήθ. στον πληθ. Ερινύες, οι (Α Ἐρινύς, ἡ; Ἐρινύες, αἱ) καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν κάθε ανόσια πράξη και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και μετά θάνατο νεοελλ. 1. δύναμη εκδικήτρια, καταστρεπτική… …   Dictionary of Greek

  • δαμνήτις — δαμνῆτις ( ιδος), η (Α) αυτή η οποία δαμάζει ή τιμωρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. δάμνημι. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από τους τραγικούς κατά το δασπλήτις*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»