-
61 κοιλοτης
- ητος ἥ1) пустое пространство, полость (sc. τοῦ στομάχου, τῆς γῆς Arst.; πέτρα ἔχουσα κοιλότητα Plut.)2) вогнутость(ἥ κ. ἄνευ ὕλης αἰσθητῆς, sc. ἐστιν Arst.)
-
62 Κορακος
-
63 κρεμας
-
64 Κρονια
I.ἡ (sc. πέτρα) Anth. = Κρόνιον См. ΚρονιονII.τά (sc. ἱερά)1) Кронии ( празднества в честь Крона в Афинах в 12-й день месяца Ἑκατομβαιών, см. Κρόνιος См. Κρονιος I, 2 Dem.; 2) римск. праздник Сатурналий Plut. -
65 Κωρυκις
-
66 λατομεω
-
67 λεπρας
-
68 λευρος
-
69 μαρμαριζω
(только part. praes.)1) блистать, сверкать(ἀκτῖνες μαρμαρίζοισαι Pind.)
2) быть твердым как ( или похожим на) мрамор(πέτρα μαρμαρίζουσα Diod.)
-
70 μαστοειδης
-
71 μελανοκαρδιος
-
72 νησιωτις
-
73 Νισυρις
-
74 Οιατις
-
75 οιοφρων
-
76 ορειας
-
77 περιιαχω
(περὴ δ΄ ἴαχε πέτρα Hom.; περίαχε πόντος Hes.)
-
78 περιρρωξ
-
79 περιφυω
1) (aor. 1 περιέφῡσα) приращивать кругом, т.е. укреплять вокруг(τὸ κύτος περὴ τὸ σῶμα Plat.)
2) (aor. 2 περιέφῡν, pf. περιπέφῡκα; med.: fut. περιφύσομαι с ῡ, aor. 2 περιεφύην) расти вокруг, окружать, охватывать со всех сторонπερὴ δ΄ αἴγειροι πεφύασι Hom. — вокруг же растут тополя;
περὴ τὰ ὀστᾶ αἱ σάρκες περιπεφύκασι Arst. — кости обросли плотью;πέτρα κύκλῳ περιπέφυκε Plut. — вокруг высится скала;κύσσε μιν περιφύς Hom. — обняв, он поцеловал его;τὸ γένος τοῦτο ἀναίσθητον πάσαις ταῖς αἰσθήσεσι περιπεφυκέναι Plat. — (кажется, что) этот вид (восприятий) не доступен ни одному чувству -
80 προβλης
См. также в других словарях:
πέτρα — πέτρᾱ , πέτρα rock fem nom/voc/acc dual πέτρᾱ , πέτρα rock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέτρα — Πέτρᾱ , Πέτρη rock fem nom/voc/acc dual Πέτρᾱ , Πέτρη rock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
πετρά — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
πέτρᾳ — πέτραι , πέτρα rock fem nom/voc pl πέτρᾱͅ , πέτρα rock fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρα — η 1. λίθος, λιθάρι. 2. κάτι πολύ σκληρό: Το ψωμί ψήθηκε πολύ κι έγινε πέτρα. – Το χωράφι έγινε πέτρα από την ξηρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πέτρα — Sp Petrà Ap Πέτρα/Petra L Graikija (Lesbas) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Πέτρᾳ — Πέτραι , Πέτρη rock fem nom/voc pl Πέτρᾱͅ , Πέτρη rock fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρά — πετράς fourth day fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαύρη Πέτρα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σηπιάδος … Dictionary of Greek
Μεγάλη Πέτρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 105 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αχελώου … Dictionary of Greek