-
1 κοιλοτης
- ητος ἥ1) пустое пространство, полость (sc. τοῦ στομάχου, τῆς γῆς Arst.; πέτρα ἔχουσα κοιλότητα Plut.)2) вогнутость(ἥ κ. ἄνευ ὕλης αἰσθητῆς, sc. ἐστιν Arst.)
-
2 εμπεριλαμβανω
1) содержать, обнимать, охватывать(κοιλότης ἐμπεριλαμβάνουσά τι Plut.)
; pass. содержаться, находиться внутриτὸ κενὸν ἐμπεριλαμβανόμενον Arst. — внутренняя пустота, полость2) перехватывать, отрезывать(τὸ ὕδωρ ἐρύμασί τισιν Plut.)
-
3 ρινικός
η, ό[ν] носовой, относящийся к носу;ρινική κοίλοτης — носовая полость
-
4 στοματικός
η, ό[ν] ротовой, относящийся ко рту;στοματική κοιλότης — ротовая полость
См. также в других словарях:
κοιλότης — hollowness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοτήτων — κοιλότης hollowness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότησι — κοιλότης hollowness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότησιν — κοιλότης hollowness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητα — κοιλότης hollowness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητας — κοιλότης hollowness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητες — κοιλότης hollowness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητι — κοιλότης hollowness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητος — κοιλότης hollowness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητ' — κοιλότητα , κοιλότης hollowness fem acc sg κοιλότητι , κοιλότης hollowness fem dat sg κοιλότητε , κοιλότης hollowness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχώρησις — διαχώρησις, η (AM) κένωση, αποπάτηση μσν. χωρητικότητα («ἡ κοιλότης καὶ διαχώρησις τοῡδέ τινος σκεύους», Θωμάς ο Μάγιστρος) … Dictionary of Greek