-
1 ορειας
-
2 ησυχος
дор. ἅσῠχος (ᾱ) 21) спокойный, мирный(βίος Plat.)
Ἀχαιοὴ ἥσυχοι θάσσουσι ἐπ΄ ἀκταῖς τῆς Θρῃκίας Eur. — ахейцы мирно пребывают на берегах Фракии;ἔχ΄ ἥ. Eur. — успокойся;οὐχ ἥ. πέτρας ὀρείας παῖς Ἠχώ Eur. — неугомонная дочь скалистых гор Эхо2) тихий, молчаливыйὁ συννοίῃ ἐχόμενος ἥ. ἦν Her. — он в раздумье молчал
3) спокойный, тихий, ясный(νύξ Plut.; πρόνοια Eur.)
4) мирный, миролюбивыйἄστη φυλάσσεθ΄ ἥσυχοι μεθ΄ ἡσύχων Eur. — охраняйте (свои) города, миролюбивые среди миролюбивых
5) тихий, мягкий, кроткий(ὄμμα Aesch.; γλῶσσα Soph.)
ὀργῇ ὑπόθες ἥσυχον πόδα Eur. — смягчи (уйми) свой гнев -
3 παις
I.παιδός, эп. тж. πάϊς ὅ и ἥ (voc. παῖ - эп. тж. πάϊ; pl.: gen. παίδων, dat. παισί - эп. παίδεοσι)1) ребенок, дитя, мальчик или девочкаπ. παιδός Hom., Plat. — внук;
πέτρας ὀρείας π. Eur. — дитя горных скал, т.е. Эхо;ἐκ παιδός Plat. — с детства;ἐκ τῶν παίδων εὐθύς Plat. — с раннего детства;π. συφορβός Hom. — юный свинопас;ἀμπέλου π. Pind. — дитя виноградной лозы, т.е. вино;παῖδες τᾶς ἀμιάντου Aesch. — дети морской пучины, т.е. морские животные2) pl. сыны (в описаниях, преимущ. не переводится)οἱ παῖδες Ἀσκληπιοῦ Plat. — сыны Асклепия, т.е. врачи;
Λυδῶν παῖδες Her. — лидийцы;δυστήνων παῖδες Hom. — несчастные;οἱ ζωγράφων παῖδες Plat. — живописцы3) юный раб Aesch., Plat., Arph. etc.II.ὁ и ἥ эп. = παῖς См. παις
См. также в других словарях:
ορειάς — η (Α ὀρειάς, άδος) (στον πληθ. ως κύριο όν.) Ορειάδες νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν αρχ. ως επίθ. αυτή που ανήκει στα όρη («πέτρα ὀρειάς» βράχος τού βουνού, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρειος «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα… … Dictionary of Greek
Ὀρείας — Ὀρείᾱς , Ὀρείη fem acc pl Ὀρείᾱς , Ὀρείη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρείας — ὀρείᾱς , ὄρειος of fem acc pl ὀρείᾱς , ὄρειος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειάδα — ὀρειάς of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειάδας — ὀρειάς of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειάδες — ὀρειάς of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειάδι — ὀρειάς of fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειάδος — ὀρειάς of fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειάσι — ὀρειάς of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρειάσιν — ὀρειάς of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεάδας — ὀρειάς of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)