-
1 περιιαχω
(περὴ δ΄ ἴαχε πέτρα Hom.; περίαχε πόντος Hes.)
См. также в других словарях:
ιάχω — ἰάχω (Α) 1. φωνάζω δυνατά, βγάζω κραυγή (α. «Ἀργεῑοι δὲ μέγα ἴαχον», Ομ. Ιλ. β. «πρὸς κόλπον... τιθήνης ἐκλίνθη ἰάχων», Ομ. Ιλ. γ. «θυμὸν ἀκηχέμεναι μεγάλ ἴαχον», Ομ. Ιλ.) 2. απαγγέλλω κάτι πολύ δυνατά («κᾱρυξ ἴαχεν βάθροις», Ευρ.) 3. ηχώ, αντηχώ … Dictionary of Greek
περιιάχω — Α ηχώ, αντηχώ ολόγυρα («δεινὸν δὲ περιάχε πόντος ἀπείρων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἰάχω «φωνάζω, κραυγάζω»] … Dictionary of Greek