-
1 περιρρωξ
См. также в других словарях:
περιρρώξ — ῶγος, ὁ, ἡ, Α (για βράχους, βουνά, ακτές) απόκρημνος από παντού, απότομος ολόγυρα («πέτρα ἀπότομος καὶ περιρρώξ», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥώξ, λ. που απαντά μόνο στην αιτ. πληθ. ῥῶγας (< θ. ρωγ τού ῥήγνυμι, πρβλ. παρακμ. ἔρ ρωγ α), πρβλ … Dictionary of Greek