-
1 πτύξαγρις
A which extracts the flesh of the oyster from its shell by putting a small stone between the valves ( πτύχες or πυξία), Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτύξαγρις
-
2 πύξ
πύξ [(A)], Adv.A with the fist, π. ἀγαθὸς Πολυδεύκης good with the fist, i.e. at boxing, Il.3.237; πολὺ φέρτατος.. π. Od.8.130;οὐ γὰρ π. γε μαχήσεαι Il.23.621
; π. μὲν ἐνίκησα Κλυτομήδεα ib. 634;περιγιγνόμεθ' ἄλλων π. τε παλαισμοσύνῃ τε Od.8.103
; πειρηθήτω.. ἢ π. ἠὲ πάλῃ ib. 206;οἱ δὲ μάχοντο π. τε καὶ ἑλκηδόν Hes.Sc. 302
; ἄνδρα π. ἀρετὰν εὑρόντα by boxing, Pi.O.7.89; Ἴσθμι' ἑλὼν π. Simon.158, cf. 154;πὺξ πεπληγέμεν Il.23.660
; πατάσσειν, παῖσαι, παίεσθαι, Ar.Ra. 547 (lyr.), X.An.5.8.16, Lys.4.6, etc.;π. ἐπὶ κόρρας ἤλασα Theoc.14.34
; τοὺς δακτύλους π. ἔχειν to have one's fist clenched, Hp.Morb.3.13. (Cf. Lat. pug-nus.)------------------------------------A v. πτύξαγρις.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский