Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πυγή

См. также в других словарях:

  • πυγῇ — πῡγῇ , πυγή rump fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγή — πῡγή , πυγή rump fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυγή — η, ΝΑ 1. Ο πρωκτός μαζί με τους γλουτούς, ο πισινός, τα πισινά, ο κώλος (α. «ἐγὼ δὲ σ ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς θύραζε κύβδα», Αριστοφ. β. «παίων καὶ παιόμενον νάρθηκι εἰς τὰς πυγάς», Λουκ.) 2. η ουρά («σεισοπυγίς... παρὰ τὸ σείειν τὴν πυγήν, ὅ ἐστι τὴν …   Dictionary of Greek

  • πυγαίος — α, ο / πυγαῑος, αία, ον, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγή, στην ουρά, ουραίος, οπίσθιος («τῶν πτερύγων καὶ τοῡ πυγαίου ἄκρου», Ηρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πυγαία βάση κίονα, βάθρο στύλου ή στήλης νεοελλ. το ουδ. εν. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • Finger (gesture) — The bird redirects here. For the Baltimore Orioles mascot, see List of Major League Baseball mascots. For the song, see Surfin Bird. The finger In Western culture, the finger (as in giving someone the finger or the bird), also known as the middle …   Wikipedia

  • λεπτόπυγος — λεπτόπυγος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτή πυγή αδύνατα οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + πυγος (< πυγή «οπίσθια») πρβλ. λευκό πυγος, ροδό πυγος] …   Dictionary of Greek

  • πυγίδιο — το / πυγίδιον, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. α) το τελευταίο τμήμα τού σώματος τών δακτυλιοσκωλήκων και τών αρθροπόδων που φέρει την έδρα και στερείται κοιλώματος β) το σύνολο τών οπίσθιων μεταμερών που έχουν συγχωνευθεί στο σώμα τών τριλοβιτών γ) το ανώτερο… …   Dictionary of Greek

  • πύγαργος — ὁ, Α 1. ονομασία διαφόρων ζώων με λευκή πυγή, με λευκή ουρά, όπως τού ζαρκαδιού, τού αετού, τής σουσουράδας 2. μτφ. ασπρόκωλος, δειλός, σε αντιδιαστολή προς τον μελάμπυγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + ἀργός «λευκός»] …   Dictionary of Greek

  • πύξ — γός, ἡ, Α η πυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. τής λ. πυγή] …   Dictionary of Greek

  • πυγά — πῡγά̱ , πυγή rump fem nom/voc/acc dual πῡγά̱ , πυγή rump fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • гуз — I I., род. п. гуза нижний конец снопа; зад, гузка у птиц , гузно зад (животного) , гузло нижняя часть снопа , укр. гуз, блр. гуз, болг. гъз(ът) зад, чрево , сербохорв. гу̑з, словен. goza зад , чеш. huzo, польск. gąz. Сюда же кургузый. Праслав.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»