Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑστερικοί

См. также в других словарях:

  • ὑστερικοί — ὑστερικός suffering in the womb masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υστεροεπιληψία — η, Ν ιατρ. υστερικοί σπασμοί που μοιάζουν με επιληψία, από την οποία πρέπει να γίνεται διαφορική διάγνωση, διότι στην υστεροεπιληψία τα αντανακλαστικά και οι αντιδράσεις στα ερεθίσματα στο πάσχον μέρος τού σώματος είναι φυσιολογικά και το… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»