-
1 έλισσ'
ἕλισσε, ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres imperat act 2nd sgἕλισσε, ἑλίσσωAcut. (Sp.)imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 ἕλισσ'
ἕλισσε, ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres imperat act 2nd sgἕλισσε, ἑλίσσωAcut. (Sp.)imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 ἑλίσσω
a act., met., unroll δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται, ἑλίσσων βίου πόρον (κυλίων καὶ προιών. Σ.) I. 8.15b med. & pass.I roll, tumbleψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον O. 10.9
τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν N. 6.55
II circleτεαὶ γὰρ ὧραι ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς ἑλισσόμεναι O. 4.2
c be excercised νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὐρίσκοντι (Boeckh: ελισσ- codd. Clem. Alex.) fr. 227. 1.
См. также в других словарях:
ἕλισσ' — ἕλισσε , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres imperat act 2nd sg ἕλισσε , ἑλίσσω Acut. (Sp.) imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)