-
61 ἐμ-πρόσθιος
ἐμ-πρόσθιος, der Vordere; πόδες, σκέλη, Her. 4, 60; Xen. Equ. 11, 2; Plut. Eum. 1 1 u. A.; τραύματα, in der Brust, Dion. Hal. 10, 37.
-
62 ἑπτ-ορόγυιος
ἑπτ-ορόγυιος, sieben Klafter lang, πόδες, Sappho frg. 38.
-
63 ὑπερ-ικταίνομαι
ὑπερ-ικταίνομαι, davon πόδες ὑπερικταίνοντο, die Füße bewegten sich überaus schnell, schneller als von den Kräften der alten Frau zu erwarten war, Od. 23, 3; wahrscheinlich von ἴκταρ; man hat auch unnöthigerweise ὑπερακταίνοντο oder ὑποακταίνοντο ändern wollen.
-
64 ὑπο-φαίνω
ὑπο-φαίνω (s. φαίνω), 1) darunter zeigen, sichtbar machen, ϑρῆνυν ὑπέφηνε τραπέζης, er holte den Fußschemel unter dem Tische hervor und zeigte ihn, Od. 17, 409; – Etwas dabei zeigen, merken lassen, ἐλπίδα μικράν Dem. 19, 123; πρᾳότητα καὶ βάϑος ὑπέφαινε ἐλευϑέριον Pol. 27, 10, 3. – 2) Pass. sich darunter, dabei sehen lassen, erscheinen, auch sich heimlich, allmälig zeigen, ὑποφαινεται ἡμέρα, ἔαρ, der Tag, der Frühling bricht allmälig an, Xen. Hell. 5, 3,1; ὑπὸ τὰς πύλας ἵππων τε πόδες πολλοὶ καὶ ἀνϑρώπων υποφαίνονται Thuc. 5, 10; – πιστότερα ὑποφαίνοιτο Lys. 13, 19; ὑποφαινομένης οὐδεμιᾶς σωτηρίας Isocr. 4, 93; – so auch das act. intr., ὁρῶν ἐλπίδας ὑποφαινούσας Din. 1, 21, wo früher ὑποβαινούσας stand; δηλοῖ σχεδὸν καὶ τὰ νῠν ὑποφαίνοντα Plat. Soph. 245 e; ἤδη γὰρ ὑπέφαινέ τι τῆς ὴμέρας Prot. 312 a, wie Xen. Cyr. 4, 5,14 An. 3, 2,1 u. öfter; Pol. 1, 53, 5 u. Sp.
-
65 ὑπο-φέρω
ὑπο-φέρω (s. φέρω), 1) darunter wegtragen, bes. einer Gefahr entreißen, wegschaffen, retten, ἀλλά μ' ὑπήνεικαν ταχέες πόδες Il. 5, 885; – darunter tragen, tragen, indem man unter der Last geht, ὅπλα, eine schwere Waffenrüstung tragen, Xen. Cyr. 4, 5,57; dah. übertr., ertragen, erdulden, κινδύνους καὶ φόβους Plat. Theaet. 173 a; πόνους καὶ κινδύνους Isocr. 3, 64; γῆρας καὶ πενίαν ὑπενεγκεῖν Aesch. 1, 88; ἀναλώματα, den Aufwand erschwingen, Dem. 59, 42; δασμόν Xen. Cyr. 7, 4,9; τὰς τῆς τύχης μεταβολάς, τὸν πόλεμον, Pol. 1, 1,2. 2, 49, 2, u. öfter. – 2) darunter entgegenstellen, ἐλπίδα, Hoffnung erregen, Soph. El. 823; bes. Gründe entgegensetzen, einwenden, auch vorschützen, Xen. Hell. 4, 7,2. – 3) hinuntertragen, am Fluß, stromabwärts, Plut. fort. Rom. 12 M.; vgl. Luc. nec. 9; zum Ausgleiten, Fallen bringen, Plut. coh. ira 11; ὁ ἄνεμος ὑπέφερε τοὺς ὁδοιποροῦντας, der Wind warf sie um; dah. χωρία ὑποφέροντα, schlüpfrige oder abschüssige Gegenden, wo man nicht festen Fuß fassen kann, Sp.; auch übertr., herunterbringen, schwächen, ὁ πόλεμος αὐτὰ ἐς τοσοῠτον ὑπενηνόχει App. B. C. 5, 6. – Und intr., wie pass., ausgleiten, fallen, in Verfall kommen, abnehmen; auch den Muth sinken lassen, Plut. Sert. 4.
-
66 ἱμερόεις
ἱμερόεις, εσσα, εν, Sehnsucht wonach, Verlangen erregend, einflößend, reizend, sehnsüchtig; Iliad. 3, 397. 5, 429. 14, 170. 18, 603 Odyss. 1, 421. 10, 398. 17, 519. 18, 194. 304; ἱμερόεν κιϑάριζε Iliad. 18, 570, advb., auf reizende Art; ἱμερόεν μειδιᾶν Ap. Rh. 3, 1024; – ἔρνος Pind. frg. 58; von Menschen Theocr. 7, 118; öfter Anth. u. sp. D.; ἔρωτες Agath. 2 (V, 278); πόδες Coluth. 232; κισσός D. Per. 947.
-
67 ῥαδινός
ῥαδινός, äol. βραδινός, schwank, schlank; ἱμάσϑλη, die schwanke Gerte od. Peitsche, Il. 23, 583 (nach Apoll. L. H. παρὰ τὸ ῥᾳδίως δονεῖσϑαι, s. unten); πόδες, flinke, leicht bewegliche Füße, h. Cer. 183 Hes. Th. 195, die B. A. 6, 26 erkl. werden ὀρϑοὶ καὶ ἁπαλοί, ἢ εὖ πεφυκότες, zu allgemein; χεῖρες, seine, flinke od. zierliche Hände, Theogn. 6. Nach Schol. Ap. Rh. 3, 106 brauchte es Anacr. ἐπὶ τάχους, ῥαδινοὶ πῶλοι, Ibyc. ἐπὶ τῶν τὸν οὐρανὸν βασταζόντων κιόνων ἀντὶ τοῦ εὐμεγέϑεις, schlanke Säulen, u. Stesichor. ἐπὶ τοῦ εὐτόνου, ἄκοντας ῥαδινούς; die VLL. erkl. λεπτός, ἰσχνός; Aesch. ῥαδινὸν λειβομένα ῥέος, Prom. 399, von Thränen; übh. schlank, aufgeschossen, dünn, zart, vom menschlichen Körper u. einzelnen Theilen desselben, wie von Pflanzen; παῖς, Theocr. 10, 24; κυπάρισσοι, 11, 45; ῥίζα, Nic. Ther. 545; so Xen. τροφὴ σώματα ῥαδινὰ ποιοῠσα, Lac. 2, 6, im Ggstz von διαπλατύνουσα; u. Plut. ῥαδινὸν τῷ μήκει τοῠ σώματος, Symp. 8, 4, 1. Bes. von der Aphrodite u. von Mädchen, Agath. 14. 15. 20 (V, 218. 220. 282), u. öfter in der Anth., wo auch Dionysos so heißt, Hymn. (IX, 524, 14); auch mit tadelndem Nebenbegriffe des Weichlichen, Schwächlichen. – [Die Ableitung von ῥᾴδιος hat wegen der Kürze des α große Bedenklichkeiten, weshalb man an κραδαίνω u. ä., auch βράζω, βράσσω gedacht hat, so daß schwanken, bewegen die Grundbedeutung wäre.]
-
68 ανθολογος
-
69 ανιπτος
-
70 αντιστοιχος
-
71 αποταδην
-
72 αρτιος
21) подходящий, подобающий(ἄρτια βάζειν Hom. и μήδεσθαι Pind.)
2) соответствующий, совпадающий3) парный, четный(ἀριθμός Plat., Arst., Plut.; πόδες Arst.)
4) здоровый, невредимый(φρένες Eur.; σώμασιν Diod.; τὼ πόδε Luc.)
5) вполне подготовленный, готовый(ποιέειν τι Her.)
-
73 αωρος
I2[ὥρα]1) несвоевременный(χειμών Aesch.)
2) преждевременный, безвременный(θάνατος Eur., Plut.)
3) неподходящий, неподобающий(αἴσχιστος καὴ ἀωρότατος Xen.)
τοῦ γήρως ἀωρότερα πράττειν Plut. — совершать поступки, не подобающие старости4) несозревший(πρὸς γάμον Plut.)
5) дряхлый(πατήρ Plat.)
6) безобразный, по друг. [ἀείρω] висящий или передний(πόδες, sc. Σκύλλης Hom.)
IIὅ сон Sappho -
74 βλαισος
31) искривленный в наружную сторону(πόδες τοῦ ἀστακοῦ Arst.)
2) кривоногий(καρκίνοι Batr.; ἄνθρωποι Xen., Arst.)
3) извивающийся, вьющийся(κισσός Anth.)
4) развесистый, раскидистый(πλατάνιστος Anth.)
-
75 γλαφυρος
31) выдолбленный, пустотелый, полый(νηῦς, πέτρη, φόρμιγξ Hom.; σπέος Her., Hes.; ἅρμα Pind.)
γ. λιμήν Hom. — глубокая гавань, укрытая бухта;γλαφυρὰ χθών Anth. — яма в земле2) досл. обточенный, обтесанный, перен. точеный, изящный, стройный(πόδες Arst.; εὐειδῆ καὴ γλαφυρὰ βρέφη Plut.)
3) утонченный, культурный(διάνοια Arst.; ἀστεῖος καὴ γ. βίος Plut.)
4) искусный, тщательно отделанный, тонкий(ἀράχνιον, ἀνθρηνῶν κηρίον Arst.; διατριβαί Plut.)
5) искусный, умелый(νομοθέτης Arst.)
-
76 γυιον
τό1) член тела, преимущ. конечность(γυίων ῥώμη Aesch.; οὐ μόνον στέρνα καὴ κεφαλή, ἀλλὰ καὴ γυῖα Plut.)
γυῖα ποδῶν Hom. = πόδες2) рука Theocr.3) тж. pl. тело Pind., Luc.μητρὸς γυῖα Luc. — материнская утроба
-
77 διανυτω...
διανύτω...διανύω, διανύτω1) завершать, доводить до конца, проходить(μακρὰ κέλευθα HH.; δισσοὺς διαύλους Eur.; ὁδὸν πολλήν Xen.; τὸ θᾶττον ἐν ἴσῳ χρόνῳ Arst.; χώραν Polyb.)
πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας Hes. — проделав длинный морской путь;οὔπω διήνυσεν ἀγορεύων Hom. — он еще не закончил (своего) рассказа;ἃ οἱ πόδες διανύτουσι Xen. — работа ног, т.е. ходьба;ἥ σε μυρίοις πόνοις διδοῦσα δεῦρ΄ ἀεὴ διήνυσε Eur. — которая до сих пор не переставала причинять тебе множество хлопот2) приходить, доходить, добираться(εἰς τὰς ὑπερβολάς и πρὸς τέν πόλιν Polyb.)
-
78 διανυω
διανύω, διανύτω1) завершать, доводить до конца, проходить(μακρὰ κέλευθα HH.; δισσοὺς διαύλους Eur.; ὁδὸν πολλήν Xen.; τὸ θᾶττον ἐν ἴσῳ χρόνῳ Arst.; χώραν Polyb.)
πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας Hes. — проделав длинный морской путь;οὔπω διήνυσεν ἀγορεύων Hom. — он еще не закончил (своего) рассказа;ἃ οἱ πόδες διανύτουσι Xen. — работа ног, т.е. ходьба;ἥ σε μυρίοις πόνοις διδοῦσα δεῦρ΄ ἀεὴ διήνυσε Eur. — которая до сих пор не переставала причинять тебе множество хлопот2) приходить, доходить, добираться(εἰς τὰς ὑπερβολάς и πρὸς τέν πόλιν Polyb.)
-
79 διηρθρωμενος
-
80 εμπροσθιος
См. также в других словарях:
πόδες — πούς foot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τὸν λύκον οἱ πόδες αὐτοῦ τρέφουσιν. — τὸν λύκον οἱ πόδες αὐτοῦ τρέφουσιν. См. Волка ноги кормят … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
ιππόποδες — ἱππόποδες, οί (Α) (ονομασία μυθικής φυλής τής Σαρματίας) άνθρωποι που είχαν οπλές ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + ποδες (< πους), πρβλ. κονιορτό ποδες, κυνή ποδες] … Dictionary of Greek
κυνήποδες — οι (Α κυνήποδες, Μ κυνόποδες) οι αρθρώσεις τών ποδιών τού ίππου μεταξύ τού πήχεως και τού μεσοκυνίου, κν. πουλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + πόδες (< πούς), πρβλ. ιππό ποδες, κονιορτό ποδες] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
τετράμετρος — η, ο / τετράμετρος, ον ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράμετρο(ν) ρυθμικό γένος τής αρχαίας μετρικής, που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες ή διποδίες (α. «τροχαϊκό τετράμετρο» το… … Dictionary of Greek
τρίμετρος — η, ο/τρίμετρος, ον, ΝΜΑ 1. (για στίχους) αυτός που αποτελείται από τρία μέτρα, δηλαδή στους ιαμβικούς, τροχαϊκούς και αναπαιστικούς στίχους, αυτός που αποτελείται από τρεις διποδίες, ενώ στους δακτυλικούς αυτός που αποτελείται από τρεις απλούς… … Dictionary of Greek
άωρος — (I) ἄωρος, ον (Α) [ώρα] 1. ανώριμος, άγουρος 2. άκαιρος, παράκαιρος 3. δύσμορφος, αποκρουστικός. (II) ἄωρος, ον (Α) 1. μετέωρος 2. (για πόδια ζώου) μπροστινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες… … Dictionary of Greek
εξάποδος — η, ο (AM ἑξάπους, ουν, Μ και ἑξάποδος, η, ον) αυτός που έχει έξι πόδια («να κι ένα φίδι εξάποδο τινάχτη», Καζαντζ.) 2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες νεοελλ. ζωολ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα εξάποδα όρος που… … Dictionary of Greek
ετερόπλοκος — ἑτερόπλοκος, ον (Α) φρ. «ἑτερόπλοκοι πόδες» πεντασύλλαβοι μετρικοί πόδες που μπορεί να λάβουν 32 διαφορετικά μετρικά σχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. πολύ πλοκος] … Dictionary of Greek