-
1 πρόσθιος
πρόσθιος, der vordere, vorn; οἱ πρόσϑιοι πόδες, die Vorderfüße, Her. 2, 69, wie κῶλα, Plat. Tim. 91 e; βάσιν χερσὶ προσϑίαν καϑαρμόσας, Eur. Rhes. 210; auch πρόσϑια τραύματα, vulnera adversa, Bass. 7 (IX, 279).
-
2 προσθιος
31) передний(πόδες Her., Arst.; κῶλα Plat., Arst.; ὀδόντες Arst.)
βάσιν χερσὴ προσθίαν καθαρμόζειν Eur. — передвигаться на четвереньках;χοροὴ οἱ πρόσθιοι Arph. — передний ряд зубов2) нанесенный или полученный спереди(τραύματα Anth.)
-
3 πρόσθιος
πρόσθιοςforemost: masc nom sg -
4 πρόσθιος
A foremost, opp. ὀπίσθιος, οἱ π. πόδες (v.l. for ἐμπρ- ) the fore-feet, Hdt.2.69;π. πούς X.Cyn.9.19
, etc.; τὰ π. κῶλα (v.l. for ἐμπρ-) Pl.Ti. 91e, etc.;τὰ π. σκέλη Arist.PA 688a3
; freq. τὰ π. alone, the front parts, opp. τὰ ὀπίσθια, Id.HA 493a11, al.; opp. τὰ πρανῆ, Id.GA 720a14; βάσιν χερσὶ προσθίαν καθαρμόσας fitting the fore-feet to my hands, E.Rh. 210;οἱ π. ὀδόντες Arist.HA 501a13
, al.; σιαγόνες δύο, τὸ π. γένειον, τὸ δ' ὀπίσθιον γένυς ib. 492b22; τοῦ χοροῦ (prob. for τοὺς χοροὺς) τοὺς π. the front row of teeth, Ar.Ra. 548 (lyr.);π. θρίξ Achae.10.2
; π. τραύματα wounds in front, AP9.279 (Bass.); οἱ κίονες οἱ π., ὁ π. τοῖχος, the front row of columns, wall, IG22.1682.4, 1668.89.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσθιος
-
5 πρόσθιος
πρόσθιος, der vordere, vorn; οἱ πρόσϑιοι πόδες, die Vorderfüße; πρόσϑια τραύματα, vulnera adversa -
6 πρόσθιος
ία, ον передний -
7 πρόσθιος
[простиос] επ пережний, находящийся впереди. -
8 πρόσθιος
ön -
9 πρόσθιος
anteriorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρόσθιος
-
10 ἐμ-πρόσθιος
ἐμ-πρόσθιος, der Vordere; πόδες, σκέλη, Her. 4, 60; Xen. Equ. 11, 2; Plut. Eum. 1 1 u. A.; τραύματα, in der Brust, Dion. Hal. 10, 37.
-
11 προσθίων
πρόσθιοςforemost: fem gen plπρόσθιοςforemost: masc /neut gen plπροσθέωrun towards: pres part act masc nom sg (doric)προσθέωrun towards: pres part act masc nom sg (doric) -
12 πρόσθιον
πρόσθιοςforemost: masc acc sgπρόσθιοςforemost: neut nom /voc /acc sgπροσθέωrun towards: imperf ind act 3rd pl (doric)προσθέωrun towards: imperf ind act 1st sg (doric)προσθέωrun towards: imperf ind act 3rd pl (doric)προσθέωrun towards: imperf ind act 1st sg (doric) -
13 προσθίαις
πρόσθιοςforemost: fem dat pl -
14 προσθίοιν
πρόσθιοςforemost: masc /neut gen /dat dual -
15 προσθίοις
πρόσθιοςforemost: masc /neut dat plπροσθέωrun towards: pres opt act 2nd sg (doric)προσθέωrun towards: pres opt act 2nd sg (doric) -
16 προσθίου
πρόσθιοςforemost: masc /neut gen sg -
17 προσθίους
πρόσθιοςforemost: masc acc pl -
18 πρόσθια
πρόσθιοςforemost: neut nom /voc /acc pl -
19 πρόσθιαι
πρόσθιοςforemost: fem nom /voc pl -
20 πρόσθιοι
πρόσθιοςforemost: masc nom /voc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρόσθιος — foremost masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσθιος — α, ο / πρόσθιος, ία, ον, ΝΑ εμπρόσθιος, μπροστινός (α. «η πρόσθια όψη» β. «oἱ πρόσθιοι πόδες», Ηρόδ. γ. «οἱ πρόσθιοι ὀδόντες», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πρόσθιο ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που βρίσκεται μεταξύ τών μέσων κοπτήρων στο… … Dictionary of Greek
προσθίων — πρόσθιος foremost fem gen pl πρόσθιος foremost masc/neut gen pl προσθέω run towards pres part act masc nom sg (doric) προσθέω run towards pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσθιον — πρόσθιος foremost masc acc sg πρόσθιος foremost neut nom/voc/acc sg προσθέω run towards imperf ind act 3rd pl (doric) προσθέω run towards imperf ind act 1st sg (doric) προσθέω run towards imperf ind act 3rd pl (doric) προσθέω run towards imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθίαις — πρόσθιος foremost fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθίοιν — πρόσθιος foremost masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθίοις — πρόσθιος foremost masc/neut dat pl προσθέω run towards pres opt act 2nd sg (doric) προσθέω run towards pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθίου — πρόσθιος foremost masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθίους — πρόσθιος foremost masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθίῳ — πρόσθιος foremost masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσθια — πρόσθιος foremost neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)