-
21 κέλης
A courser, riding-horse, Ὀδυσσεὺς ἀμφ' ἑνὶ δούρατι βαῖνε, κέληθ' ὡς ἵππον ἐλαύνων bestrode one plank, as if riding on a horse, Od.5.371 (κ. ἵππος also in later Prose, SIG 314A7,36, al. (Arc., iv B.C.), Plu.Alex.3, Paus.6.14.4);κ. καὶ ἅρματα Hdt.7.86
;ἵππον κέλητ' ἀσκοῦντα Eup.152
; ; freq. in the titles of Pindar's Odes, as O.1;νίκας Πυθοῖ καὶ Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ τεθρίπποις τε καὶ κέλησι Pl.Ly. 205c
, cf. Plin.HN 34.19; κ. πωλικός, τέλειος, IG2.966.II fast-sailing yacht with one bank of oars, Hdt.8.94, Th.4.9, 8.38, X.HG1.6.36, Ephipp.5.17 (anap.), Plb.5.94.8, Plin.HN7.208, etc.III sens. obsc. (with play on 1), Ar.Lys.60; soἥρως Κέλης Pl.Com.174.18
. -
22 κρεοπωλικός
A of or for a butcher,τράπεζα Plu.2.643a
:—fem. [suff] κρεό-πωλις ἀγορά the meat market, Hsch. s.v. κάπηλα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοπωλικός
-
23 μυροπωλικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυροπωλικός
-
24 νομισματοπωλικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομισματοπωλικός
-
25 ξυλοπωλικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυλοπωλικός
-
26 πωλομάχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πωλομάχος
-
27 τεχνοπωλικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεχνοπωλικός
-
28 ἀλφιτοπωλικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλφιτοπωλικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πωλικός — of foals masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικός — ή, όν, Α [πῶλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώλους, σε πουλάρια 2. (γενικά) νεαρό, μικρής ηλικίας ζώο («πωλικὸν ζεῡγος βοῶν», Αλκ. Κωμ.) 3. (στην ποίηση) παρθενικός, κοριτσίστικος ή αγορίστικος 4. φρ. α) «πωλικὴ ἀπήνη» άρμα που σύρεται… … Dictionary of Greek
πωλικά — πωλικός of foals neut nom/voc/acc pl πωλικά̱ , πωλικός of foals fem nom/voc/acc dual πωλικά̱ , πωλικός of foals fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικῶν — πωλικός of foals fem gen pl πωλικός of foals masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικόν — πωλικός of foals masc acc sg πωλικός of foals neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικαί — πωλικός of foals fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικοῖς — πωλικός of foals masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικούς — πωλικός of foals masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικῆς — πωλικός of foals fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικῇ — πωλικός of foals fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλική — πωλικός of foals fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)