Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πωλικός

См. также в других словарях:

  • πωλικός — of foals masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλικός — ή, όν, Α [πῶλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώλους, σε πουλάρια 2. (γενικά) νεαρό, μικρής ηλικίας ζώο («πωλικὸν ζεῡγος βοῶν», Αλκ. Κωμ.) 3. (στην ποίηση) παρθενικός, κοριτσίστικος ή αγορίστικος 4. φρ. α) «πωλικὴ ἀπήνη» άρμα που σύρεται… …   Dictionary of Greek

  • πωλικά — πωλικός of foals neut nom/voc/acc pl πωλικά̱ , πωλικός of foals fem nom/voc/acc dual πωλικά̱ , πωλικός of foals fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλικῶν — πωλικός of foals fem gen pl πωλικός of foals masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλικόν — πωλικός of foals masc acc sg πωλικός of foals neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλικαί — πωλικός of foals fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλικοῖς — πωλικός of foals masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλικούς — πωλικός of foals masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλικῆς — πωλικός of foals fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλικῇ — πωλικός of foals fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλική — πωλικός of foals fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»