-
1 πωλικός
πωλικόςof foals: masc nom sg -
2 πωλικός
A of foals, fillies, or young horses, π. ἀπήνη a chariot drawn by young horses or (generally) by horses, S.OT 802; so π. ἄντυγες, ὄχημα, ζυγά, ὄχος, E.Rh. 567, 621, IA 619, 623, etc.; π. διώγματα pursuit in a chariot drawn by young horses, Id.Andr. 992; in races, π. τέθριππον, opp. τέλεον τέθριππον, IG5(2).549 (Arc., iv B.C.); ἵππων πωλικῷ ζεύγει ib.22.2311.52; συνωρὶς π. ib.42(1).101.46 (Epid., i A.D.), Supp.Epigr.1.380b (Samos, ii B.C.); ἅρμα π. IG42(1).101.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πωλικός
-
3 πωλικά
πωλικόςof foals: neut nom /voc /acc plπωλικά̱, πωλικόςof foals: fem nom /voc /acc dualπωλικά̱, πωλικόςof foals: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 πωλικόν
πωλικόςof foals: masc acc sgπωλικόςof foals: neut nom /voc /acc sg -
5 πωλικαί
πωλικόςof foals: fem nom /voc pl -
6 πωλικούς
πωλικόςof foals: masc acc pl -
7 πωλική
πωλικόςof foals: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
8 πωλικών
-
9 πωλικῶν
-
10 πωλική
-
11 πωλικῇ
-
12 πωλικής
-
13 πωλικῆς
-
14 πωλικοίς
-
15 πωλικοῖς
-
16 πωλικώ
-
17 πωλικῷ
-
18 πωλικώι
-
19 πωλικῶι
-
20 αὐτοπωλικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοπωλικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πωλικός — of foals masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικός — ή, όν, Α [πῶλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώλους, σε πουλάρια 2. (γενικά) νεαρό, μικρής ηλικίας ζώο («πωλικὸν ζεῡγος βοῶν», Αλκ. Κωμ.) 3. (στην ποίηση) παρθενικός, κοριτσίστικος ή αγορίστικος 4. φρ. α) «πωλικὴ ἀπήνη» άρμα που σύρεται… … Dictionary of Greek
πωλικά — πωλικός of foals neut nom/voc/acc pl πωλικά̱ , πωλικός of foals fem nom/voc/acc dual πωλικά̱ , πωλικός of foals fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικῶν — πωλικός of foals fem gen pl πωλικός of foals masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικόν — πωλικός of foals masc acc sg πωλικός of foals neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικαί — πωλικός of foals fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικοῖς — πωλικός of foals masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικούς — πωλικός of foals masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικῆς — πωλικός of foals fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλικῇ — πωλικός of foals fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλική — πωλικός of foals fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)