-
1 ὄκχος
ὄκχος, ὁ -
2 ὄκχος
-
3 ὄχος [2]
ὄχος, ὁ, Alles was hält, festhält, Halter, νηῶν ὄχοι, die Halter od. Schützer der Schiffe, Od. 5, 404. – Gew. wie τὸ ὄχος, aber in der Regel im sing., der Wagen, Aesch. Ag. 1040 u. öfter; auch vom Schiffe, Suppl. 32; ὄχου παραστείχοντα τηρήσας, neben dem Wagen, Soph. O. R. 808, wie El. 698. 717; Eur. öfter; auch ἁρμάτων ὄχος, Hipp. 1166; u. so ist ἐξήλαυνον ἁρμάτων ὄχους Phoen. 1197 nicht = Wagenlenker, sondern = Wagen, od., wie τροχαλοὶ ὄχοι ἀπήνης, I. A. 146, = des Wagens runde Träger, die Räder; ἱππότης, Suppl. 660; πωλικός, I. A. 623; öfter im plur.; Her. 1, 124, u. einzeln bei Sp. Vgl. das dor. ὄκχος.
См. также в других словарях:
όκχος — ὄκχος, ὁ (Α) (δωρ. και ποιητ. τ.) βλ. όχος … Dictionary of Greek
ὄκχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄκχον — ὄκχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όχος — ο (Α ὄχος, ποιητ. και δωρ. τ. ὄκχος) δίτροχο μικρό όχημα χωρίς πλευρά για τη μεταφορά βαρέων αντικειμένων αρχ. 1. στον πληθ. οἱ ὄχοι τα νεύρα τής υστέρας 2. πιθ. οχετός 3. φρ. α) «ἅρματος ὄχος» όχημα β) «ὄχος ταχυήρης» πλοίο γ) «τροχαλοὶ ὄχοι» οι … Dictionary of Greek
νυκχάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νύσσω». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικού ενεστ. σε άζω τού ρ. νύσσω με δασύ σύμφωνο (πρβλ. ὀχέομαι / ὀχέω και ὀκχέω / ὄκχος), πρβλ. και νύγμα / νύχμα] … Dictionary of Greek