Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παρϑενικός

См. также в других словарях:

  • παρθενικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενικός — ή, ό / παρθενικός, ή, όν, ΝΑ [παρθένος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παρθένο, σε κορίτσι, ο κοριτσίστικος νεοελλ. 1. συνεκδ. αυτός που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη φορά («παρθενικό ταξίδι») 2. μτφ. αγνός, ηθικός («όπου χε σαν… …   Dictionary of Greek

  • παρθενικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στην παρθένα ή στην παρθενιά: Παρθενικός υμένας. 2. μτφ., αγνός, αθώος, άθικτος, άδολος: Παρθενική ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρθενικόν — παρθενικός of masc acc sg παρθενικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενικοῖς — παρθενικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενικοῖσι — παρθενικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενικοῦ — παρθενικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενικούς — παρθενικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενικῶς — παρθενικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενικῷ — παρθενικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενικά — παρθενικά̱ , παρθενική fem nom/voc/acc dual παρθενικά̱ , παρθενική fem nom/voc sg (doric aeolic) παρθενικός of neut nom/voc/acc pl παρθενικά̱ , παρθενικός of fem nom/voc/acc dual παρθενικά̱ , παρθενικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»