-
1 παρθενικός
παρθενικός, wie παρϑένιος, jungfräulich, κόρη, Epigr. bei Ath. II, 61 b.
-
2 παρθενικός
-
3 πωλικός
πωλικός, von Fohlen, junge Pferde betreffend; ἀπήνη πωλική, ein mit jungen Pferden bespannter Wagen, Soph. O. R. 802; πωλικῷ δαμεὶς ὄχῳ, Eur. I. A. 623; πωλικῶν ἐξ ἀντύγων, Rhes. 567; überh. von jungen Thieren, πωλικὸν ζεῠγος βοῶν, Alcaeus bei Phot.; und übertr. = παρϑενικός, jungfräulich, ἑδώλια, Aesch. Spt. 436; χνοῦς, Theodorid. 6 (VI, 156).
-
4 παρθενική
παρθενική, ἡ, poet. statt παρϑένος, Jungfrau; Hom. u. Hesiod.; παρϑενικὴ νεῆνις, Od. 7, 20; Hes. O. 517. 697; Eur. El. 174 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 671. 3, 5; eigtl. fem. von παρϑενικός, man ergänzt κόρη, vgl. Seidl. Eur. El. 174.
-
5 πωλικός
πωλικός, von Fohlen, junge Pferde betreffend; ἀπήνη πωλική, ein mit jungen Pferden bespannter Wagen; überh. von jungen Tieren; übertr. = παρϑενικός, jungfräulich
См. также в других словарях:
παρθενικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενικός — ή, ό / παρθενικός, ή, όν, ΝΑ [παρθένος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παρθένο, σε κορίτσι, ο κοριτσίστικος νεοελλ. 1. συνεκδ. αυτός που συμβαίνει ή γίνεται για πρώτη φορά («παρθενικό ταξίδι») 2. μτφ. αγνός, ηθικός («όπου χε σαν… … Dictionary of Greek
παρθενικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στην παρθένα ή στην παρθενιά: Παρθενικός υμένας. 2. μτφ., αγνός, αθώος, άθικτος, άδολος: Παρθενική ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρθενικόν — παρθενικός of masc acc sg παρθενικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενικοῖς — παρθενικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενικοῖσι — παρθενικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενικοῦ — παρθενικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενικούς — παρθενικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενικῶς — παρθενικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενικῷ — παρθενικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενικά — παρθενικά̱ , παρθενική fem nom/voc/acc dual παρθενικά̱ , παρθενική fem nom/voc sg (doric aeolic) παρθενικός of neut nom/voc/acc pl παρθενικά̱ , παρθενικός of fem nom/voc/acc dual παρθενικά̱ , παρθενικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)