-
1 προχειρος
21) приготовленный, готовый(ψάλια Aesch.)
τὰ πρόχειρα τῶν ἀπόρων Arst. — непосредственные затруднения;πρόχειρον ἄχθος δέρκομαι Soph. — я вижу - надвинулось несчастье;ὡς ἕκαστός τι πρόχειρον εἶχεν Thuc. — что у кого было под рукой, (тем и швыряли)2) исполненный решимости, приготовившийся(κτανεῖν Soph.; τῇ φυγῇ Eur.)
3) доступный, легкийπρόχειρόν (sc. ἐστι) Plat., ἐν προχείρῳ (sc. ἐστί) Arst. и ἐκ προχείρου Sext. — легко, нетрудно
4) общераспространенный, обыкновенный(αἱ πρόχειροι τῶν ἡδονῶν Plat.)
τὰ πρόχειρα καὴ δημόσια Plat. — обыкновенные и общеизвестные вещи (вопросы) -
2 πρόχειρος
πρόχειροςat hand: masc /fem nom sg -
3 πρόχειρος
Grammatical information: adj.Meaning: `at hand, ready, easy to provide, usual' (IA.).Derivatives: προχείρ-ιον (- ον) n. `handbag' (pap.), - ότης f. `readiness' (hell.), - ίζομαι, - ίζω `to provide (oneself), to put at disposal, to choose' (Att., hell.) with - ισις f. `provision, accomplishment', - ισμός m. `provision, choice' (hell.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Hypostasis from πρὸ χειρῶν, poss. also bahuvrihi "with the hand forward, prepared" (Sommer Nominalkomp. 108, 112, 141, Schw.-Debrunner 508).Page in Frisk: 2,605Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πρόχειρος
-
4 πρόχειρος
πρό-χειρος, vor oder bei der Hand, fertig, bereit; übh. was gegenwärtig ist; τῇ φυγῇ πρόχειρος ἦν, bereit zur Flucht; ἔβαλλον λίϑοις καὶ ἀκοντίοις, ὡς ἕκαστός τι πρόχειρον εὶχε, wie ein jeder es zur Hand hatte. Adv. προχείρως = leichtsinnig; compar., προχειρότερον τοῠ δέοντος δέχεσϑαι τὴν ἐλπίδα, leichter als recht war -
5 πρόχειρος
η, ο [ος, ον ]1) лежащий под рукой;δεν έχω πρόχειρα χρήματα — у меня нет под рукой денег;
2) сделанный наспех, на скорую руку, без подготовки; непродуманный (о докладе);3) импровизированный; εκ τού προχείρου экспромтом; 4) черновой; 5) беглый, поверхностный;πρόχειρη ματιά — беглый взгляд;
§ πρόχειρα μέσα — подручные средства;
πρόχειρα μέτρα — временные меры (в экстренных случаях)
-
6 πρόχειρος
-ος,-ον A 0-0-0-1-0=1 Prv 11,3at hand, speedy -
7 πρόχειρος
[прохирос] ас. находящийся под рукой, наготове, сделанный без подготовки. -
8 πρόχειρος
A at hand, Hp.Art.11; π. ψάλια (v.l. ψέλια) δέρκεσθαι πάρα ready, A.Pr.54; π. ἄχθος a handy burden, S.El. 1116; of a drawn sword or knife, Id.Ph. 747, E.Hel. 1564, El. 696, X.Cyr.4.2.32;ἔβαλλον λίθοις καὶ.. ἀκοντίοις, ὡς ἕκαστός τι π. εἶχεν Th.4.34
; ἁρπάζει μου ἀεὶ τὸ π. τῶν σκευῶν whatever furniture he can lay his hands on, PEnteux. 25.8 (iii B.C.); [τὴν ἐπιστήμην] π. οὐκ εἶχε τῇ διανοίᾳ Pl.Tht. 198d
;οὓς π. εἶχον μύθους Id.Phd. 61b
; τὰ κατὰ πάντων τῶν φιλοσοφούντων π. Id.Ap. 23d;εἰ οὖν σοι πρόχειρον, εἰπέ Id.Min. 313b
;ἔστι τις π. λόγος D.20.112
;ὃ ἔχω προχειρότατον εἰπεῖν Id.24.1
;τὸ προχειρότατον ποιεῖν Isoc.11.9
; τὰ π. τῶν ἀπόρων obvious difficulties, Arist. Metaph. 982b13, cf. 1054b12;τὰ προχειρότατα Id.Pr. 924a12
, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.35; ταῦτα γὰρ ὦν ἐστι προχειρότερον (sc. εὔξασθαι) Xenoph.1.16.b readily accessible, external parts of the body, Sor.1.17,69: [comp] Comp., Id.2.64,85.b πρὸς τῷ ἰδίῳ λόγῳ καὶ τοῖς π., official title in Egypt, Sammelb. 7455 (i B.C.), BGU1756.8 (i B.C.), al.3 πρόχειρόν [ἐστι] it is easy, c. inf., Pl. Sph. 251b, Philem.24;ψεύδεσθαι προχειρότατον τοῖς ἁμαρτάνουσιν Lys. Fr.86
; ἐν προχείρῳ [ἐστί], c. inf., Arist.Mete. 356b19; ἐκ προχείρου easily, lightly, S.E.M.6.19, Gal.1.241.II of persons, ready to do, c. inf., S.El. 1494; τῇ φυγῇ π. ready for flight, E.HF 161; alsoἡ σπάνις π. εἰς τὸ δρᾶν κακά Philem.157
;π. γλῶττα Poll.6.120
.2 of a ready wit, ἐν ταῖς ὁμιλίαις εὔχαρις καὶ π. Plb.23.5.7; glib, Phld. Po.5.14; τὸ προπετὲς καὶ π. Hp.Medic.1.3 hasty, σφοδρὸς καὶ π. Plu.Brut.34;πνεῦμα οἷον τοῖσι πνιγομένοισι πρόχειρον Hp.Prorrh. 1.25
(unless perceptible, obvious breathing, cf.πρὸς χεῖρα Epid.7.17
).III Adv. - ρως offhand, readily,ἀποκρίνασθαι Pl.Smp. 204d
;περί τι π. ἔχειν Arist.Top. 163b25
;π. εἰς τὰ ἑαυτῶν σώματα ἐξαμαρτάνοντες Aeschin.1.22
; ἐπὶ τὰ πράγματα ὁρμᾶν π. Amphis 33.7; hurriedly, rashly, Theopomp.Hist.217 (a), Plb.5.7.2; bluntly, ; ordinarily or obviously,δηλούσης Phld.Rh. 2.268
S. [comp] Comp.- οτέρως Pl.Alc.2.144d
;- ότερον τοῦ δέοντος Plb.1.21.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόχειρος
-
9 πρόχειρος
1) handy2) haphazard3) makeshift4) rough5) sketchyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρόχειρος
-
10 προχειρότερον
πρόχειροςat hand: adverbial compπρόχειροςat hand: masc acc comp sgπρόχειροςat hand: neut nom /voc /acc comp sg -
11 προχειροτάτων
πρόχειροςat hand: fem gen superl plπρόχειροςat hand: masc /neut gen superl pl -
12 προχειροτέραις
πρόχειροςat hand: fem dat comp plπροχειροτέρᾱͅς, πρόχειροςat hand: fem dat comp pl (attic) -
13 προχειροτέρων
πρόχειροςat hand: fem gen comp plπρόχειροςat hand: masc /neut gen comp pl -
14 προχειρότατα
πρόχειροςat hand: adverbial superlπρόχειροςat hand: neut nom /voc /acc superl pl -
15 προχειρότατον
πρόχειροςat hand: masc acc superl sgπρόχειροςat hand: neut nom /voc /acc superl sg -
16 προχείρως
πρόχειροςat hand: adverbialπρόχειροςat hand: masc /fem acc pl (doric) -
17 προχειροτάτη
πρόχειροςat hand: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic) -
18 προχειροτάτην
πρόχειροςat hand: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
19 προχειροτάτοις
πρόχειροςat hand: masc /neut dat superl pl -
20 προχειροτάτου
πρόχειροςat hand: masc /neut gen superl sg
См. также в других словарях:
πρόχειρος — at hand masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς … Dictionary of Greek
πρόχειρος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά μου και μπορώ να τον χρησιμοποιήσω όποτε θέλω, αυτός που βρίσκεται σε άμεση χρήση: Δεν έχω πρόχειρο το έγγραφο να σου το δείξω. 2. αυτός που γίνεται ή λέγεται χωρίς μελέτη: Πρόχειρη αντιμετώπιση του πράγματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρόχειρος νόμος — Συλλογή νόμων που εκδόθηκε με εντολή του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασιλείου του Μακεδόνα και των συναυτοκρατόρων γιων του Κωνσταντίνου του H’ και Λέοντα του ΣΤ’ του Σοφού, γύρω στο 870. Οι αυτοκράτορες αυτοί κατήργησαν την Εκλογή των Ισαύρων. Ο… … Dictionary of Greek
προχειρότερον — πρόχειρος at hand adverbial comp πρόχειρος at hand masc acc comp sg πρόχειρος at hand neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειροτάτων — πρόχειρος at hand fem gen superl pl πρόχειρος at hand masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειροτέραις — πρόχειρος at hand fem dat comp pl προχειροτέρᾱͅς , πρόχειρος at hand fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειροτέρων — πρόχειρος at hand fem gen comp pl πρόχειρος at hand masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειρότατα — πρόχειρος at hand adverbial superl πρόχειρος at hand neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειρότατον — πρόχειρος at hand masc acc superl sg πρόχειρος at hand neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχείρως — πρόχειρος at hand adverbial πρόχειρος at hand masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)