-
1 προχειρος
21) приготовленный, готовый(ψάλια Aesch.)
τὰ πρόχειρα τῶν ἀπόρων Arst. — непосредственные затруднения;πρόχειρον ἄχθος δέρκομαι Soph. — я вижу - надвинулось несчастье;ὡς ἕκαστός τι πρόχειρον εἶχεν Thuc. — что у кого было под рукой, (тем и швыряли)2) исполненный решимости, приготовившийся(κτανεῖν Soph.; τῇ φυγῇ Eur.)
3) доступный, легкийπρόχειρόν (sc. ἐστι) Plat., ἐν προχείρῳ (sc. ἐστί) Arst. и ἐκ προχείρου Sext. — легко, нетрудно
4) общераспространенный, обыкновенный(αἱ πρόχειροι τῶν ἡδονῶν Plat.)
τὰ πρόχειρα καὴ δημόσια Plat. — обыкновенные и общеизвестные вещи (вопросы) -
2 πρόχειρος
η, ο [ος, ον ]1) лежащий под рукой;δεν έχω πρόχειρα χρήματα — у меня нет под рукой денег;
2) сделанный наспех, на скорую руку, без подготовки; непродуманный (о докладе);3) импровизированный; εκ τού προχείρου экспромтом; 4) черновой; 5) беглый, поверхностный;πρόχειρη ματιά — беглый взгляд;
§ πρόχειρα μέσα — подручные средства;
πρόχειρα μέτρα — временные меры (в экстренных случаях)
-
3 πρόχειρος
[прохирос] ас. находящийся под рукой, наготове, сделанный без подготовки. -
4 προ
Iadv.1) спереди, впереди(πρὸ μὲν ἄλλοι, αὐτὰρ ἐπ΄ ἄλλοι Hom.)
Ἰλιόθι πρό Hom. — перед Илионом2) впередἐξάγειν πρὸ φόωσδε Hom. — произвести на свет;
οὐρανόθι πρό Hom. — вперед к небу3) прежде, ранееἠῶθι πρό Hom. — перед зарей;
πρό οἱ εἴπομεν Hom. — мы ему предсказали4) раньше времени, преждевременно(πρό - v. l. πρῴ - γε στενάζεις Aesch.)
II1) впереди, перед(πτόλιος Hom., τειχέων Aesch.)
πρὸ βασιλέως τεταγμένοι ἦσαν Xen. — (всадники) были выстроены перед царем;τὰ πρὸ ποδῶν Xen. — ближайшее пространство (досл. находящееся перед ногами);τὰ πρὸ χειρῶν καὴ τὰ ἐν δόμοις Soph. — то, что (ты видишь) перед собой, и то, что (увидишь) дома2) впередπρὸ ὁδοῦ γίγνεσθαι Hom. — пройти вперед;
πρὸ αὐτῶν κύνες ἤϊσαν Hom. — впереди их побежали собаки3) за, в защиту, в интересах(μάχεσθαι πρό τινος Hom.; πρὸ τῆς Ἑλλάδος ἀποθνῄσκειν Her.)
βεβουλεῦσθαι πρό τινος Xen. — послужить чьим-л. интересам4) от имени(ἐρῶ πρὸ τῶνδε Soph.)
π. ἄλλων πολλέν χάριν ἔχειν τινί Plat. — от лица других выразить горячую благодарность кому-л.5) предпочтительно, преимущественно передτὴ πρό τινος αἰνῆσαι Pind., ποιεῖσθαι Isocr., κρίνειν и αἱρεῖσθαι Thuc., Plat. — предпочитать что-л. чему-л.;
πρὸ πολλοῦ ποιεῖσθαι Isocr. — высоко ставить (ср. 7);τὴ πρό τινος τιμᾶσθαι Thuc. — ценить что-л. выше чего-л.6) вместо, взаменοὐδεὴς ἄλλος πρὸ σεῦ Her. — никто помимо тебя;διώκειν γῆν πρὸ γῆς Arph. — преследовать из страны в страну7) ранее, перед, доπρὸ ἡμέρας Xen. — до наступления дня;πρὸ τῶν Τρωϊκῶν Thuc. — до Троянской войны;πρὸ τοῦ θανάτου Plat. и πρὸ τοῦ θανεῖν Soph. — перед смертью;πρὸ πολλοῦ Her. — задолго (до этого), давно (ср. 5);πρὸ μικροῦ Plut. — недавно;οἱ πρὸ ἐμοῦ Thuc. — мои предшественники;πρὸ ἐνιαυτοῦ Plut. — за год до этого, годом раньше8) из-за, вследствиеπρὸ φόβοιο Hom. — из страха;
πρὸ τῶνδε Soph. — вследствие этих обстоятельствприставка со знач.:1) перед, впереди (πρόδομος)2) вперед или наружу (προφέρω)3) за, в защиту (προμάχομαι)4) предпочтительно, больше (προτιμάω)5) перед, раньше, до (προπάτωρ)6) заранее, наперед (προαγγέλλω)7) вблизи (πρόχειρος)8) преждевременно (πρόωρος)9) усиления (πρόπαλαι)
См. также в других словарях:
πρόχειρος — at hand masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς … Dictionary of Greek
πρόχειρος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά μου και μπορώ να τον χρησιμοποιήσω όποτε θέλω, αυτός που βρίσκεται σε άμεση χρήση: Δεν έχω πρόχειρο το έγγραφο να σου το δείξω. 2. αυτός που γίνεται ή λέγεται χωρίς μελέτη: Πρόχειρη αντιμετώπιση του πράγματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρόχειρος νόμος — Συλλογή νόμων που εκδόθηκε με εντολή του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασιλείου του Μακεδόνα και των συναυτοκρατόρων γιων του Κωνσταντίνου του H’ και Λέοντα του ΣΤ’ του Σοφού, γύρω στο 870. Οι αυτοκράτορες αυτοί κατήργησαν την Εκλογή των Ισαύρων. Ο… … Dictionary of Greek
προχειρότερον — πρόχειρος at hand adverbial comp πρόχειρος at hand masc acc comp sg πρόχειρος at hand neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειροτάτων — πρόχειρος at hand fem gen superl pl πρόχειρος at hand masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειροτέραις — πρόχειρος at hand fem dat comp pl προχειροτέρᾱͅς , πρόχειρος at hand fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειροτέρων — πρόχειρος at hand fem gen comp pl πρόχειρος at hand masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειρότατα — πρόχειρος at hand adverbial superl πρόχειρος at hand neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειρότατον — πρόχειρος at hand masc acc superl sg πρόχειρος at hand neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχείρως — πρόχειρος at hand adverbial πρόχειρος at hand masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)