Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρόσ-ορμος

См. также в других словарях:

  • πρόσορμος — ὁ, Α προσορμιστήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὅρμος (ΙΙ), πρβλ. ἔφ ορμος] …   Dictionary of Greek

  • παρορμώ — (I) παρορμῶ, άω, ΝΜΑ [ορμώ] παρακινώ, προτρέπω, παροξύνω (α. «τόν παρορμά να ασχοληθεί με την πολιτική» β. «λόγοι παρορμῶντες εἰς τὸ ἀγαθόν», Ξεν. γ. «παρορμᾱν εἰς ἀκολασίαν», Πλούτ.) αρχ. 1. έχω πρόθυμη διάθεση, είμαι πρόθυμος 2. παθ. παρορμῶμαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»