-
81 вверх
вверхнареч ἐπάνω, ἄνω, προς τά πάνω:плыть \вверх по реке ἀνεβαίνω τό ποτάμι, ἀναπλέω ποταμό; \вверх и вниз πάνω καί κάτω; смотреть \вверх βλέπω ψηλά; ◊ \вверх дном разг ἄνω κάτω, ἀνάποδα; ру́ки \вверх! ψηλά τά χέρια! -
82 φορέω
Aφορέῃσι Od.5.328
, 9.10; [dialect] Ep. inf. φορῆναι (as if from Φόρημι) Il.2.107, 7.149, Od.17.224;φορήμεναι Il.15.310
: [tense] impf. ἐφόρεον(-εο- syniz.) Od.22.456, [ per.] 3sg.ἐφόρει Il.4.137
; [dialect] Ion.φορέεσκον 2.770
, 13.372: [tense] fut.φορήσω Scol.9
(cf. Ar.Lys. 632), X.Vect.4.32; later : [tense] aor.ἐφόρησα IG42(1).121.95
(Epid., iv B. C.), Call.Dian. 213, [dialect] Ep.φόρησα Il.19.11
, ([etym.] δια-, ἐκ-) Is.6.43,42; later , f.l. in Is.4.7, Aristid.Or.48(24).80, Sammelb.7247.33 (iii/iv A. D.):—[voice] Med., [tense] fut.φορήσομαι Hsch.
; in pass. sense, Plu.2.398d: [tense] aor. ἐφορησάμην ([etym.] ἐξ-) Is.6.39:—[voice] Pass., [dialect] Aeol. [tense] pres.φορήμεθα Alc.18.4
: [tense] aor. ἐφορήθην ([etym.] ἐν-) Plu.2.703b: [tense] pf. ; [tense] plpf. :—Frequentat. of φέρω, implying repeated or habitual action,ἵπποι οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλεΐωνα Il.2.770
, cf. 10.323;τά τε νῆες φορέουσι Od.2.390
; of a slave,ὕδωρ ἐφόρει 10.358
, cf. Il.6.457;μέθυ οἰνοχόος φ. Od.9.10
;θαλλὸν ἐρίφοισι φ. 17.224
; of the wind, bear to and fro, bear along,ἄνεμος ἄχνας φορέει Il.5.499
, cf. 21.337, Od.5.328;σώματα.. κύμαθ' ἁλὸς.. φορέουσι 12.68
;τόφρα δέ μ' αἰεὶ κῦμα φ. 6.171
; so ἀγγελίας ἐφόρεε conveyed messages habitually, served as a messenger. Hdt.3.34 (nisi leg. ἐσεφόρεε) ; φ. θρεπτήρια, of Oedipus carrying about food in a wallet, like a beggar, S.OC 1262;λόγχαν ἔτη ἐφόρησε ἓξ ἐν τᾷ γνάθῳ IG42(1).121.95
(Epid.. iv B. C.): abs., ἐγ γαστρὶ ἐφόρει τρία ἔτη was pregnant, ib. 14:—[voice] Pass., v. infr.11.2 most commonly of clothes, armour, and the like , bear constantly, wear, [σκῆπτρον] ἐν παλάμῃς φ. δικασπόλοι Il. 1.238
;μίτρης ἣν ἐφόρει 4.137
;θώρηξ χάλκεος, ὃν φορέεσκε 13.372
, cf. Od.15.127, Hdt.1.71, etc.;φ. ἐσθήματα S.El. 269
; ;ζεῦγος ἐμβάδων Ar.Eq. 872
; , Pl.Tht. 197b; .3 of features, qualities, etc., of mind or body, possess, hold, bear, ἀγλαΐας φ. to be pompous or splendid, Od.17.245;φ. ὄνομα S.Fr. 658
; ;δόξαν Arch.Pap. 1.220
(ii B. C.);ἕνα γομφίον μόνον φ. Ar.Pl. 1059
;γλῶτταν Pl.Com. 51
; ἀπόνοιαν φορεῖς you are mad, PGrenf.1.53.15 (iv A. D.); with gen. or adj. added,σκέλεα φ. γεράνου Hdt.2.76
;ἰσχυρὰς φ. τὰς κεφαλάς Id.3.12
, cf. 101;ποδώκη τὸν τρόπον φ. Trag.Adesp.519
;γένειον διηλιφὲς φ. S.Fr. 564
;ὑπόπτερον δέμας φ. E.Hel. 619
;λῆμα θούριον φ. Ar.Eq. 757
;ῥύγχος φ. ὕειον Anaxil.11
;καλάμινα σκέλη φ. Pl.
Com.184;ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φ. Com.Adesp.208
;τὸ στόμ' ὡς κομψὸν φ. Alex.98.21
(troch.).4 bear, suffer, Phld.Lib.pp.59,62O. (dub. l. in both), Plu.2.692d, Opp.C.1.298.5 of Time, extend, last, ἃ φορεῖ ἐπὶ ἡμέρας δεκαπέντε dub. sens. in PFlor.384.54 (v A. D.).II [voice] Pass., to be borne along,ἐν ῥοθίοις A.Th. 362
(lyr.);φορούμενος πρὸς οὖδας S.El. 752
; κόνις δ' ἄνω φορεῖθ' ib. 715;ἄνω τε καὶ κάτω φ. E.Supp. 689
;πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φ. Id.Hec.29
, cf. Plu.2.398d; πεφορημένον ἀεί always in motion, Pl.Ti. 52a: hence, to be storm-tossed,νᾶϊ φορήμεθα σὺν μελαίνᾳ Alc.18.4
, cf. Ar. Pax 144;ποσσὶ φ. Theoc.1.83
, cf. Bion 1.23: metaph.,δόξαις φορεῖται τοπαζόμενα Pl.Epin. 976a
.III [voice] Med., fetch for oneself, fetch regularly, E.El. 309; λευκανίηνδε φορεύμενος putting food into one's mouth, A.R.2.192. -
83 Top
subs.Crest: P. and V. κορυφή, ἡ, ἄκρον, τό. V. ἄκρα, ἡ, P. ἀκρωνυχία, ἡ (Xen.).The top of, use adj., P. and V. ἄκρος, agreeing with subs.The top of the mound: V. ἄκρα κολώνη (Soph., El. 894).On the top of the doclivity: P. ἐπʼ ἄκροις τοῖς κρημνοῖς (Thuc., 6, 97).The surface: P. τὸ ἐπιπολῆς.On the top of: Ar. and P. ἐπιπολῆς (gen.).met., in addition to: P. and V. πρός (dat.), ἐπί (dat.).On the top, above: P. and V. ἄνω.To the top, upwards: P. and V. ἄνω.From top to bottom: P. and V. κατʼ ἄκρας; utterly.met., the highest point: P. and V. ἀκμή, ἡ, ἄκρον, τό.Child's toy: P. στρόβιλος, ὁ, Ar. βέμβιξ, ἡ.——————v. trans.P. and V. ὑπερέχειν (gen.); use excel, exceed.——————adj.P. and V. ἄκρος.Foremost: P. and V. πρῶτος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Top
-
84 στόμα
στόμα, ατος, τό, 1) der Mund, von Thieren das Maul; Hom. u. Hes. oft; περιδρύφϑη στόμα τε ῥῖνάς τε, Il. 23, 395, u. öfter in dieser Vbdg; ἄραβος δὲ διὰ στόμα γίγνετ' ὀδόντων, Il. 10, 373; ἡμέων ἀπὸ στομάτων ὄπ' ἀκοῠσαι, sagen die Sirenen, 12, 187; auch das ganze Gesicht, wie man erklärt πρηνὴς ἐπὶ στόμα, Il. 6, 43, u. κὰδ δ' ἄρ' ἐπὶ στόμ' ἔωσε, 16, 410, eigtl. er stieß ihn nieder, daß er auf den Mund fiel; übertr. πτολέμοιο μέγα στόμα, 10, 8. 19, 313, u. στόμα ὑσμίνης, 20, 359, der Rachen od. Schlund des Krieges, der Schlacht, die als gierige Ungeheuer zu denken sind; ἀπό μοι λόγον τοῠτον, στόμα, ῥῖψον, Pind. Ol. 9, 35, d. i. sprich nicht dies Wort; κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ παραβάλλει, P. 9, 87, d. i. der ihn nicht lobt; σιγᾷ οἱ στόμα, N. 10, 29, u. sonst; Tragg.: ψευδηγορεῖν γὰρ οὐκ ἐπίσταται στόμα Διός, Aesch. Prom. 1034; εὔφημον κοίμησον στόμα, schweige, Ag. 1920, u. öfter; εὐφημεῖν στόμα, Eur. Hec. 337; οὐκ ἐφέξετε στόμα, 1283; κλῄσας στόμα, Phoen. 872; σῖγα ἕξομεν στόμα, Hipp. 660; στόμα συγκλείω, Thesm. 40; u. in Prosa überall, οὐδὲ τὸ στόμα πρὸς τὸ στόμα προςϑήσεις, vom Kusse, Xen. Mem. 2, 6, 39, vgl. 3, 14, 5; ἴσχε δακὼν στόμα σόν, Soph. Trach. 973; νῠν καλὸν ἀντίφονον κορέσαι στόμα πρὸς χάριν ἐμᾶς σαρκὸς αἰόλας, Phil. 1156; τὸ ϑεῖον αὐτοὺς ἐξαναγκάζει στόμα, O. C. 609, der Mund des Gottes, der weissagt; στόμα Πινδάρου, Pindar's Dichtermund, d. i. der Dichter Pindar, Jac. Anth. 2, 1 p. 303; sprichwörtlich ἀπὸ στόματος εἰπ εῖν, frei vom Munde weg, auswendig hersagen, Plat. Theaet. 142 d; Xen. Mem. 3, 6, 9 Conv. 3, 5; vgl. Philem. bei B. A. 436; ähnlich ἐν στόματι λέγειν, Ar. Ach. 198; διὰ στόματος u. ἀνὰ στόμα ἔχειν, stets im Munde führen, καὶ διὰ γλώσσης ἔχειν, Eur. Andr. 95, vgl. El. 80; Xen. Cyr. 1, 4, 25 Hier. 7, 9; πᾶσιν διὰ στόματος, Theocr. 12, 21; seltener διὰ στόμα, Aesch. Spt. 51. 579, οἶκτος ἦν διὰ στόμα, λέγει δὲ τοῠτ' ἔπος διὰ στόμα; ἀναβοᾷ διὰ στόμα, Eur Or. 103; Ar. Lys. 855; auch ἐν στόμασιν ἔχειν τινά, vom Lobe u. Tadel, Her. 3, 157. 6, 136; ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον, Alle aus einem Munde, Ar. Equ. 670; Plat. Rep. II, 364 a; ὅ τι ἦλϑ' ἐπὶ στόμα, was Einem in den Mund kommt, das Erste, das Beste, VIII, 563 c; s. Schaef. zu Dion. Hal. de C. V. 13; vgl. Aesch. frg. 337. – Auch die Rede, τὸ γὰρ σὸν ἐποικτείρω στόμα ἐλεινόν, Soph. O. R. 671, vgl. O. C. 985, u. öfter bei den Tragg. vom Inhalte der Rede. – 2) übh. Mündung, Oeffnung; ποταμῶν, Il. 12, 24, vgl. Od. 5, 441; Νείλου, Aesch. Prom. 849; auch πόντιον, der Meeresschlund, Eur. Rhes. 438; τοῠ κόλπου, Thuc. 4, 49; Πόντου, 73; ποταμοῠ, 102; λιμένος, 7, 56, wie Xen. An. 5. 10, 1 u. öfter; ἠϊόνος στόμα μακρόν, die geräumige Mündung det Bucht, Il. 14, 36, vgl. Od. 10, 90; Her. 2, 17. 4, 85; auch ein Erd- oder Felsenspalt, aus dem ein Eingang, ἀργαλέον στόμα λαύρης, der enge Ausgang des Gäßchens, Od. 22, 137; τὸ ἄνω στόμα τοῠ ὀρύγματος, Her. 8, 23; ἐπ' 'Αξείνου στόμα, Pind. P. 4, 203; χϑόνιον Ἅιδα στόμα, ib. 44; ἑπτάπυλον στόμα, Soph. Ant. 119, Theben's sieben Thore; Zugang, Xen. Cyr. 2, 4, 4; zum Hause, An. 4, 5, 25; τὰ τῶν διεξόδων στόματα, Plat. Phaedr. 251 d. – 3) der vordere Theil, bes. von Waffen, die Spitze, ξυστὰ κατὰ στόμα εἱμένα χαλκῷ, Il. 15, 589; die Scharfe, die Schneide des Schwertes, Soph. Ai. 651 u. dgl.; – die vordere Seite, Fronte des Heeres, κατὰ στόμα, Stirn gegen Stirn, gerade gegenüber, Her. 8, 11; vgl. Eur. Rhes. 408; nach Suid. τὸ ἔμπροσϑεν μέρος τοῠ στρατοῦ; Xen. An. 3, 4, 42 κελεύει δέ οἱ συμπέμψαι ἀπὸ τοῠ στόματος ἄνδρας, wo οὐρά der Ggstz ist, vgl. 5, 4, 22 Hell. 3, 1, 23; so auch Plat. κατὰ τὸ στόμα τοῠ διώκοντός τε καὶ φεύγοντος ὁ δικαστὴς ἱζέσϑω, ihnen gegenüber, vor Augen, Legg. IX, 855 d; aber bei Pol. ὄντες οἱονεὶ στόμα τοῠ κατὰ τὴν πόλιν πλήϑο υς ist = der Kern, 10, 12, 7.
-
85 μετρέω
μετρέω, messen; πέλαγος μέγα μετρήσαντες, das Meer durchmessen, durchschiffen, Od. 3, 179, wie Ap. Rh. 1, 930; absolut, 2, 915; ἅλα μετρήσασϑαι, Mosch. 2, 153; gew. ab-, ausmessen, Aesch. Ch. 207, ἄνω τε καὶ κάτω τείχη μετρῶν, Eur. Phoen. 188; u. im med., μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου νεοχάρακτα, Soph. Ai. 5; von der Zeit, μακροὶ παλαιοί τ' ἂν μετρηϑεῖεν χρόνοι, O. R. 561; abmessen, ausmessen, wonach, mit dem dat. des Maaßes, τὴν γῆν ὀργυιῇσι, σταδίοισι, Her. 2, 6 u. öfter; σχοίνοις καὶ παρασάγγαις μετροῦντες, Xen. Cyr. 8, 2, 11; ἀριϑμεῖν δεήσει τἀγαϑὰ καὶ μετρεῖν, Plat. Rep. I, 348 a; δι' ἀριϑμῶν μετρηϑέντα, Phil. 17 d; geradezu zählen, Theocr. 16, 60; vgl. Iac. A. P. p. 47; auch πρὸς ἄλληλα μετρεῖσϑαι, Plat. Polit. 284 d. – Uebertr., τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν, Dem. 18, 296, nach dem Bauche die Glückseligkeit abmessen, abschätzen; vgl. Pol. μετρεῖν πάντα ταῖς τοῠ συμφέροντος ψήφοις, 2, 47, 5; auch πάντα μετρῶν πρὸς τὸ τῆς ἰδίας πατρίδος συμφέρον, 17, 14, 11; ὅςτις πορφύρᾳ καὶ δυναστείᾳ μετρεῖ τὸ εὔδαιμον, Luc. Nigr. 15; – τινί τι, Einem Etwas zumessen, Eur. Rhes. 772, wie Ar. komisch sagt μέτρησον εἰρήνης τί μοι, Ach. 1021; med. sich zumessen lassen, τὰ ἄλφιτα καϑ' ἡμίεκτον μετρούμενοι, Dem. 34, 37; εὖ μετρεῖσϑαι παρὰ γείτονος, sich vom Nachbar als Darlehen richtig zumessen lassen, Hes. O. 351; σῖτον, Plut. Caes. 48.
-
86 δια-φέρω
δια-φέρω (s. φέρω), 1) durchtragen; a) hinüberbringen, ἰσϑμὸν ναῠς Thuc. 8, 8, wofür hernach διακομίζω steht; κηρύγματα Eur. Suppl. 398; ἀγγελίας Luc. D. D. 24, 1; vgl. Xen. Oec. 9, 8; τὸ ἤλεκτρον εἰς τοὺς Ἕλληνας Arist. mirab. 115; γλῶσσαν, die Zunge zum Sprechen bringen (daß die Rede über die Zunge geht), Soph. Tr. 323; übersetzen, zu Schiffe, τινὰ εἰς Σικελίαν App. C. 4. 48. – b) bis an's Ende hinbringen, τὸν αἰῶνα, βίον, Her. 1, 74. 3, 40; Eur. Hel. 10; νύκτα, Rhes. 600; Hippocr. u. Sp., wie Plut. Alex. 52; wohin auch διοίσει ἄπαις, er wird kinderlos bleiben, Eur. Rhes. 982, u. διοίσεται Soph. Ai. 511 gehört. – c) von der Leibesfrucht, austragen, γαστρὸς ὄγκον Eur. Ion 15; Xen. Mem. 2, 2, 5. Auch – d) ertragen, Soph. O. R. 321 ῥᾷστα τοὐμόν; so πότμον δάκρυσι Eur. Hipp. 1143; χαλεπῶς τι Hdn. 2, 5, 15; τὴν φυγήν Plut. Dem. et Cic. 4. Also = φέρειν, wie ψῆφον διαφέρειν, Her. 4, 138; Eur. Or. 49; Dem. 25, 83, wobei an mehrere, verschiedene Stimmen Abgebende zu denken; vgl. ἀναγκάσαντες τὸν δῆμον ψῆφον φανερὰν διενεγκεῖν, für u. wider, Thuc. 4, 74; – σκῆπτρα, das Scepter fortwährend führen, d. i. König sein, Eur. I. A. 1195. – 2) auseinandertragen; ἕκαστα εἰς τὰς χώρας τὰς προςηκούσας, jedes an seine Stelle, Xen. oec. 9, 8; zerstreuen, διαφερόμενοι σποράδες Plut. Thes 24; διαφέρεται τὸ φορεῖον δεῦρο κἀκεῖσε Galb. 26, u. a. Sp. – Uebertr., ἄτα διαφέρει αἴτιον Aesch. Ch. 62, Schol. διασπαράσσει; vgl. ἄνω καὶ κάτω διαφέρειν, Eur. Bacch. 753; αὐλούς Pol. 30, 13, 8. S. auch διαφορέω. Dah. διαφέρειν τινά, Jemandes Ruhm überall hin verbreiten, Pind. P. 11, 60; διενεγκοῦσαι διὰ πρεσβειῶν τὸ μὲν ἐνταυϑί, τὸ δὲ ἐκεῖσε Ar. Lys. 570; ἡ φήμη διηνέχϑη Plut. conv. sept. sap. 20; – τὰς κόρας, die Augen hier u. dahin werfen, Eur. Bacch. 1085; Or. 1262; τινὰ λόγοις, zerstreuen, erheitern, Eur.; – πόλεμον, heißt theils: den Krieg ganz zu Ende führen, theils; in die Länge ziehen, Her. 1, 25. 74; Thuc. 1, 11. 6, 54. 8, 75; ἐράνους, Beiträge bezahlen, od. Schuldscheine einlösen, Lycurg. 22, Ggstz εἰςφέρειν. – 3) διαφέρει, es trägt aus, macht einen Unterschied; οὐδὲν διαφέρει, macht keinen Unterschied, ist einerlei; Xen. Cyr. 2, 3, 4; sequ. εἰ, Ael. V. H. 7, 14; πολὺ δ., es macht einen großen Unterschied, z. B. ἀλέξασϑαι ἢ μάχεσϑαι Xen. An. 3, 4, 33. – Oft mit dat. der Person, τί δ' ὑμῖν διαφέρει; was verschlägt es euch? liegt euch daran? Dem. 4, 11, u. öfter; οὐδέ τί οἱ διέφερε πληγέντι ἀποϑανέειν Her. 1, 85; ἰδίᾳ τι αὐτῷ διέφερε, es war sein Privatinteresse, Thuc. 3, 42; δοκῶ, τοῖς ϑανοῦσι βραχὺ διαφέρειν, εἰ, es liege ihnen wenig daran, ob, Eur. Tr. 1248; – dah. τὰ διαφέροντα πράγματα, worauf es ankommt, Plut. Caes. 65; vgl. Pol. 31, 13. Und mit gen. der Sache, εἰ μηδὲν διέφερε τῆςδε τῆς πόλεως ἐμοί Antiph. 5, 13. – Dah. wird διαφέρον bei Antiphan. durch συμφέρον erkl., B. A. 89. – 4) Aehnl. person.: verschieden sein, sich unterscheiden; πολὺ διαφέρουσιν οἱ όρύττοντες καὶ οἱ μὴ ὀρύττοντες Xen. Oec. 20, 19; οἷς διαφέρει τὰ τοῠ ἐρῶντος ἢ τὰ μή Plat. Phaedr. 228 d; gew. τινός, von Jem. od. etwas, z. B. τῶν κακῶν Eur. Or. 251; Xen. Cyr. 8, 2, 21 u. sonst; die Sache, worin man sich unterscheidet, steht im dat., der Grad des Unterschieds wird durch den acc. angegeben,;. B. οὐδέν τινος δ., Ar. Vesp. 20; Plat. Apolog. 35 b; τινί τινος. 35 a u. Folgde, z. B. τίνι διαφέρει τὰ ἄῤῥενα τῶν ϑηλειῶν, Arist. part. anim. 4, 8; Ath. III, 115 b; τί διαφέρει μανίας ἀμαϑία Xen. Mem. 1, 2, 50; ὅπως ἀλεκτρυόνος μηδὲν διοίσεις τοὺς τρόπους Cratin. Ath. IX, 373 e, u. a. com.; οὐδὲν τοὶς ἄλλοις τῶν ζώων, im Uebrigen gar nicht von den Thieren sich unterscheiden, Isocr. 3, 5; τὸ πᾶν διαφέρει ἐν παντὶ ἔργῳ προϑυμία ἀϑυμίας, unterscheidet sich ganz u. gar, Xen. Cyr. 1, 6, 13; vgl. 4, 3, 8; so διαφέρει ὅλον που καὶ τὸ πᾶν Plat. Legg. 944 b; Alc. I, 109 b, womit Rep. V, 469 c VII, 527 c zu vgl., ὅλῳ καὶ παντί, in jeder Beziehung u. im Ganzen; τοσοῦτον διαφέρει ὅσον Xen. Oec. 20, 20, u. öfter; aber auch ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων, Henioch. Ath. IX, 408 a. Also τίνι διαφέρουσι heißt eigtl. worin, u. τί δ. wie sehr? vgl. die Beispiele bei Lob. zu Phryn. 394, obgleich der Unterschied später nicht so beobachtet wird, u. Phryn. τίνι δ. ganz verwirft. Man sagte auch: δ. Ἀϑηναίων εἰς ἀρετήν, in Beziehung auf, Plat. Apol. 35 b; εἰς τὸ πείϑειν Isocr. 5, 25; εἰς τὸ ἄρχειν Xen. Cyr. 1, 1, 6; u. wie im Deutschen, ὁ συκοφάντης καὶ ὁ σύμβολος ἐν τούτῳ πλεῖστον διαφέρουσιν Dem. 18, 189; vgl. Isocr. 3, 22; mit dem inf., δ. ἰδεῖν, von Ansehen, Plat. Rep. VI, 495 e. Eigenthümlich, νῦν οὐδὲν διαφέρει τὰ ἀργυρεῖα ἢ ἃ οἱ πρόγονοι ὄντα ἐμνημόνευον Xen. Vect. 4, 25; μόνῃ τῇ μορφῇ μὴ οὐχὶ πρόβατα εἶναι διαφέροντες Luc. Alex. 15. – Oft geradezu = sich auszeichnen: ἀνὴρ πρὸς δικαιοσύνην διαφέρων Aesch. 1, 181; auch κατά τι, Xen. Lac. 1, 10 u. Sp.; ἐπί τινι, Isocr. 10, 12; Xen. Mem. 4, 2, 1; ἑτέρων τὴν ὄψιν Aesch. 1, 75; Luc. D. Mort. 12, 1; Thuc. 3, 37 vrbdt χρῆν Μυτιληναίους καὶ πάλαι μηδὲν διαφέροντας τῶν ἄλλων ὑφ' ἡμῶν τετιμῆσϑαι, also = διαφερόντως, vor den Andern. – Διαφέρειν τινὰ ὠμότητι, übertreffen, Pol. 1, 88, 7; vgl. D. Sic. 2, 5. 11, 67. – 5) Pass. (verschieden gemacht werden), sich entzweien, uneins werden: H. h. Merc. 255; sich streiten, περί τινος, Her. 1, 173; ἀλλήλοις Plat. Euthyph. 5 a; ἑαυτῷ, mit sich im Widerspruch sein, Antiph. 5, 50; μηδὲν διαφέρου περὶ τούτου Ar. Lys. 1172; διενεχϑῆναι, aus Amphis B. A. 89 durch μάχεσϑαι erkl.; ἔν τινι, Xen. Oec. 17, 4; ἀμφί τινος, An. 4, 5, 17; πρὸς ἀλλήλους, Lys. 18, 17; Is. 5, 1; Dem. 40, 47 u. Folgde; dah. τὸ διαφέρον, die Ursache des Streites, der Streitpunkt, Thuc. 1, 70; Pol. u. Sp. – Bei Dem. 9, 8 ist οὐ διαφέρομαι – φάσκειν ich habe nichts dagegen, wie ἐμοὶ οὐ διαφέρει. – Bei Teleclid. wird διενεγκεῖν durch προςπαλαίειν erkl., B. A. 91.
-
87 ἀνύω
ἀνύω, att. ἀνύτω (ἄνω, vgl. ἄνυμι), fut. ἀνύσω, 1) eigtl. nach oben vollenden, von einer Mauer, Thuc. 2, 75; übh. vollenden, die Arbeit fertigen, οὐδὲν ἤνυε Her. 9, 66; ἤνυον Xen. Cyr. 5, 5, 22. 7, 3, 14; εἰκόνα, das Bild vollenden, Mel. 11 (XII, 56); – γαστρὶ φορβάν, dem Leibe Nahrung verschaffen, Soph. Phil. 703; ἀρωγάν τινι, beistehen, 1130; vgl. O. C. 1755; οἷον ἤνυσεν κακόν Aesch. Pers. 712; πικρὸν ἔρωτα Theocr. 1, 93; βραδεῖς μῠϑοι πλεῖστον ἀνύουσι σοφόν Eur. Phoen. 456. Bes. κέλευϑον, ὁδόν, einen Weg zurücklegen, Aesch. Pers. 734; Leon. Al. 38 (VII, 547). So ὅσσον ἤνυσε νηῠς, so viel ein Schiff zurücklegt, sc. ὁδοῠ Od. 4, 357; ὄφρα τάχιστα νηῠς ἀνύσειε ϑέουσα ϑαλάσσης ὰλμυρὸν ὕδωρ Od. 15, 294. Dah. ἀνύειν εἴς τι, πρός τινα, wohin gelangen; πρὸς πόλιν Soph. Tr. 654; ἐπί τι Eur. Hipp. 743; εἴς τι Opp. Hal. 3, 135; öfter bei den sp. D. Auch mit dem bloßen acc., Tragg., ϑάλαμον, das Brautgemach erreichen, Soph. Ant. 805; vgl. Eur. Suppl. 1141 Troad. 595; Ἅιδαν Soph. Ai. 608; ζυγὰ δούλια ἀνύσαι, ins Sklavenjoch gelangen, Eur. Tr. 595; σοφὸν γῆρας Ep. ad. 458 (IX, 145), das Alter erreichen. – 2) ein Ende machen, zerstören, φλόξ σε ἤνυσεν Od. 24, 71; Pind. P. 12, 11. – 3) mit dem partic., οὐκ ἀνύω φϑονέουσα, ich richte durch Beneiden nichts aus, Il. 4, 56; oft bei Att., bes. schnell zu Stande bringen, ἀνύσατε πετόμενα, flieget schnell, Ar. Av. 241; ἄνυσον ὑποδησάμενος, mach schnell fertig, Vesp. 1168, u. öfter; nach häufiger ἀνύσας ἄνοιγε, τρέχε, öffne schnell u. s. w., Ach. 545 Nubb. 182 u. öfter; vgl. Luc. Pisc. 47; auch ohne Zusatz, ἀνύετον, macht schnell, Ar. Ran. 606; οὐκ ἀνύσεις; 649. – 4) Auch mit dem inf., στρατὸς ἤνυσε περᾶν, das Heer bewerkstelligte es überzusetzen, Aesch. Pers. 707; mit einem adj., Soph. Phil. 711 ἀνύσει εὐδαίμων, d. i. γενήσεται. – Med., für sich, zu seinem Vortheil zu Stande bringen; ἀνύσσεσϑαι τάδε ἔργα Od. 16, 373 ist pass.; erlangen, τάλαντα Ar. Plut. 196; vgl. Theocr. 5, 144; παρά τινος Aesch. Prom. 701; τὰ Μοιρέων Leon. Tar. 95 (VII, 506); πῶς ἴσον εἰποῠσ' ἀνύσωμαι; wie soll ich entsprechende Worte finden? Aesch. Ch. 845. Die Vorschrift der Atticisten, bei Att. ἁνύω, ἁνύτω zu schreiben, findet sich in den Handschriften nicht bestätigt.
-
88 ἔτι
ἔτι, no ch, – 1) Von der Zeit, – a) mit dem praes., noch jetzt, ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστιν Il. 5, 254; ἔτι καὶ νῦν, auch jetzt noch, 1, 455; νῦν δ' ἔτι ζεῖ Aesch. Spt. 690; Ag. 792; ἕως ἔτ' ἔμφρων εἰμί Ch. 1022; εἰ Ζεὺς ἔτι Ζεύς Soph. O. C. 629, wie εἴπερ ἴσχει Ζεὺς ἔτ' ἐξ ἐμοῦ σέβας; Eur. u. Folgde; ἔτι καὶ ἐκ τῶν παρόντων ἐλπίδα χρὴ ἔχειν, noch immer, Thuc. 7, 77; νέος ἔτι, er ist noch ein junger Mann, Plat. Phaedr. 279 a; ἔτι καὶ νυνί Conv. 215 d; ἔτι ὡραῖος ὤν Xen. An. 2, 6, 28. Mit der Negation, nicht mehr, σὺ δὲ μαίνεαι οὐκ ἔτ' ἀνεκτῶς Od. 9, 350; ὡς ἔτ' οὐκ ὤν Soph. Tr. 161; in Prosa, vgl. οὐκέτι. – b) mit praeterit. seltner, λείαν, ἥπερ δορίληπτος ἔτ' ἦν λοιπή Soph. Ai. 146, die (damals) noch übrig war; vgl. El. 800; häufiger mit der Negation, οὐδ' ἔτι δὴν ἦν, er lebte nicht lange mehr, Il. 6, 139; ϑάλασσα δ' οὐκ ἔτ' ἦν ἰδεῖν Aesch. Pers. 411; κοὐκ ἦν ἔτ' ἀργὸν οὐδέν Soph. O. C. 1601; in Prosa, ἔτι καὶ δὴ ἐμάχοντο Her. 9, 102; καὶ ἔτι μὲν ἐνεχείρησα Plat. Prot. 310 c; vgl. Xen. An. 5, 10, 15 ἔτι μὲν ἐπεχείρησεν, eine Zeitlang, noch dachte er daran; auch mit folgdm ἐπεὶ δέ, Hell. 2, 4, 11. – c) mit fut., noch ferner, fernerhin, ἄλγε' ἔδωκεν ἑκηβόλος ἠδ' ἔτι δώσει Il. 1, 96; Od. 15, 305; ἦ μὴν ἔτι Ζεὺς – ἔσται ταπεινός, dereinst noch einmal, Aesch. Prom. 909; τίς ἔτι τέρψις ἐπέσται Soph. Ai. 1194; οὐδὲ σοῦ φωνῆς ἔτι γενήσομαι πρόςφϑεγκτος Phil. 1055; τίνι οὐν ἔτι πιστεύσομεν λόγῳ Plat. Phaed. 88 c; μέγαν ἔτι ἔσεσϑαι αὐτόν, dereinst noch, Xen. An. – 2) überdies noch, noch dazu, außerdem, ἕτερόν γ' ἔτι Od. 14, 325; οὐ γὰρ ἔτ' ἄλλη ϑαλπωρή Il. 6, 411; τίν' οὖν κικλήσκω τῶνδε δαιμόνων ἔτι Aesch. Suppl. 214; τίν' οὖν ἔτ' ἄλλον – λέγεις 313; τίς ἔτ' ἄλλος Ch. 112; Soph. Phil. 647 u. A.; πρὸς τοῖςδ' ἔτι Soph. Phil. 1323, wie Ar. Nubb. 720; ἔτι δὲ καί Soph. O. R. 1345; dem πρῶτον μέν entspricht ἔτι δέ Plat. Rep. I, 352 a; πρὸς δ' ἔτι Xen. An. 3, 2, 2; das einfache ἔτι δέ, wenn schon Etwas aufgezählt ist, Cyr. 1, 2, 9; πρῶ-τον μὲν – ἔπειτα δὲ – ἔτι δέ, An. 6, 4, 13. – 3) mit dem comparat., noch, ἔτι μᾶλλον Il. 14, 97; Pind. Ol. 1, 109; καὶ τίς γένοιτ' ἂν τῆςδ' ἔτ' ἐχϑίων τύχη; Aesch. Pers. 430; Prom. 936; κἄτι τῶνδ' ἀλγίονα Soph. Ant. 64; vgl. 1266; ταῦτ' ἔτι χαλεπώτερα Plat. Polit. 298 e; auch ἔτι πρόσϑεν, noch früher, Plat. Soph. 242 d; ἔτι ἄνω, Xen. An. 7, 5, 9 [ι wird in der Arsis lang, Il. 6, 139].
-
89 διαιρω
(fut. διᾰρῶ, aor. διῆρα)1) тж. med. поднимать(ἄνω τὸν αὐχένα Xen.; med. κοπίδα Plut., Luc.; βακτηρίαν Plut.)
διαρέσθαι πρὸς τέν τῶν ὅλων θέαν Arst. — подняться до обозрения мирового целого;τὸ διῃρμένον Plut. — душевный подъем2) удалять, отводить3) раскрывать, открывать(τὸ στόμα Dem., Plut.)
διῃρμένος τὸ στόμα Luc. — с широко разинутым ртом4) переправляться, проходить, переходить, переезжать(τὸ πέλαγος Arst.; τὸν πόρον Polyb., Diod.; εἰς Σαρδόνα Polyb.; ἀπὸ Ταινάρου πρὸς τέν Λιβύην Plut.)
5) med. принимать на себя, предпринимать(τόσον μεγεθουργίας Plat.)
-
90 ετι
( in crasi κἄτι = καὴ ἔ.; у Hom. редко ἔτῑ)1) еще (лат. adhuc)μ΄ ἔτι τυτθὸν ἐόντα κάλλιφε (= κατέλιπε) Hom. — (отец) оставил меня еще когда я был ребенком
2) все ещеἔτι καὴ νῦν Hom., ἔ. καὴ νυνί Plat. — и по сие время, до сих пор
3) даже, к тому жеὁ καταρατότατος, ἔτι δὲ καὴ ἐχθρότατος Soph. — самый отверженный, да, к тому-же, и самый ненавистный;
ἐν δὲ τούτῳ καὴ ἔτι πρότερον Thuc. — тем временем, и даже раньше4) еще (лат. praeterea), сверх тогоτί δῆτ΄ ἂν ἐπεντέλλοις ἔτι ; Soph. — что же ты предложил бы еще?
5) наконец, в конце концовνῦν ἔτ΄ ἐν σαυτῷ γένου Soph. — стань же наконец, самим собой
6) уже, большеοὐδ΄ ἔτι δέν ἦν Hom. — просуществовал уже недолго;
οὐδὲν εἰμ΄ ἔτι Soph. — меня уже нет, т.е. я погиб(ла);ἔτ΄ οὐχ οἵα ἀνακουφίσαι κάρα Soph. — (столица Фивы) больше уже не в состоянии поднять голову;οὐ πρὸς ἐκείνων μᾶλλον ἦν ἔτι, ἢ πρὸς Ἀθηναίων Thuc. — это было (бы) скорее уже на руку не им, а афинянам7) еще и впредь, когда-л. в будущемἄλγεα ἔδωκεν ἠδ΄ ἔτι δώσει Hom. — (на Агамемнона Аполлон) ниспослал беды, да еще и ниспошлет;
κακὰν ἐλπίδα ἔχων, ἔτι μέ ποτ΄ ἀνύσειν τὸν Ἅιδαν Soph. — со страхом предвидя, что когда-л. (наконец) отправишься в Гадес8) тотчас же после, со времени ( часто с ἐξ)ἐξ ἔτι τοῦ ὅτε Βρισηΐδα ἔβης ἀπούρας Hom. — с того времени, как ты увел Брисеиду;
ἐξ ἔτι πατρῶν Hom. — со времени отцов9) (при compar. или posit.) еще большеὄφρ΄ ἔτι μᾶλλον εὐκτὰ γένηται Hom. — чтобы еще больше (полнее или скорее) сбылось желанное;
παῖς τε κἄτι (= καὴ ἔτι) τοῦδ΄ ἀνούστερος Aesch. — еще безрассуднее, чем ребенок;ἔτι ἄνω στρατεύεσθαι Xen. — воевать еще выше, т.е. перенести военные действия внутрь страны;ἔτι ἐν ἐλάττονι (sc. χρόνῳ) Arst. — за еще более короткое время -
91 μεταστρεφω
(aor. 1 pass. μετεστρέφθην и aor. 2 pass. μετεστράφην)1) поворачивать, обращать(τὸ πρόσωπον πρός τι Plat.)
στῆ μεταστρεφθείς Hom. — он остановился и повернулся (лицом к врагу);οἱ δὲ μεταστρέψαντες χρῶνται τῇ τέχνῃ οὐκ ὀρθῶς Plat. — они же, наоборот, пользуются своим искусством неправильно;μ. νόον Hom. — повернуть свою мысль в другую сторону, т.е. передумать;μ. ἐκ χόλου φίλον ἦτορ Hom. — отвратить свое сердце от гнева, т.е. перестать сердиться;ἐπὴ τὰ προειρημένα μ. Plat. — возвращаться к уже сказанному2) переворачивать, выворачивать(τοὺς λόγους ἄνω καὴ κάτω Plat.)
3) изменятьὁρᾷς γὰρ τἄμ΄ ὅσῳ μετεστράφη Eur. — ты ведь видишь, как переменилась моя судьба
4) извращать, искажать(τὰς αἰτίας Dem.; τὸ δίκαιον Arst.)
5) заменять, ставить (что-л.) вместо (чего-л.)(ἀντὴ τοῦ ἰῶτα ἦτα Plat.)
6) отменять(τὸ ψήφισμα Arph.)
-
92 вниз
внизнареч κάτω, προς τά κάτω:спуститься \вниз κατεβαίνω, κατέρχομαι· вверх и \вниз πάνω (καί) κάτω, ἄνω καί κάτω· сверху \вниз ἀπό ἐπάνω προς τά κάτω· ◊ плыть \вниз по течению πλέω μέ τό ρεΰμα τοῦ ποταμοῦ, κατεβαίνω τό ποτάμι, κατα-πλεω ποταμόν. -
93 κρέσσων
a of people, stronger.Iκρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.34
c. gen. comp., κ]ρέσσονᾳ[ (cf. Σ, ὑπερ]άνω τῶν χρημ[άτων) ?fr. 346a. 1.II pro subs., higher powers (cf. Bischoff, Gnomen, 14.)νεῖκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ' ἄπορον O. 10.39
χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων (i. e. ἡ πρὸς τοὺς κρείττονας ἔρις. Σ.) N. 10.72b of things, greater, superiorπένθος δὲ πίτνει βαρὺ κρεσσόνων πρὸς ἀγαθῶν O. 2.24
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες pr. N. 3.30κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ I. 8.34
c. gen. comp., κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος (v. l. κρέσσον) P. 1.85 κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε pr. P. 5.109 πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν above P. 8.92 ἐντί τοι φίλιπποί τ' αὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες above N. 9.32 -
94 μέν
1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75
οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86
μαντεύσατοδ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32
Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60
( ὄρος)τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30
πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72
δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53
ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120
( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).τῶν μὲν κλέος P. 4.174
Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18
γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61
( Αἰακὸν)τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24
( Ἀχιλεύς)τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56
( καὶ κεῖνος)τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65
Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4
cf. fr. 140b. 16.b emphasising adv., esp. temporal.νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65
μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85
σάμερον μὲν χρή P. 4.1
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25
ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11
( Διόσκουροι)μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54
adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ” I. 8.38c emphasising verb.ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279
d where the balancing thought is,I suppressed.παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43
πρῶτον μὲν fr. 30. 1.II not expressed in coordinated clause.ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19
τοὺς μὲν ὦν P. 3.47
τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83
e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77
“ ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσον” P. 4.154f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14
]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3
ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.g γε μέν, v. 4.2 μέν δέ.a where sentences are opposed.ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84
θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57
παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65
τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44
τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8
κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15
—8.νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63
—5.τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67
τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66
τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86
“ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι” P. 4.116μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95
μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23
ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1
—9.ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50
—1.ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11
“ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳ” I. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.b where sentences are joined.ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25
— 30.Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48
—9.τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41
κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.αὐτὰ δὲ O. 7.49
—50.Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45
—7.εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46
τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93
—4.ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283
—4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸςαἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15
—20.πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25
—8.τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55
—6.τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64
ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118
—9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43
ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14
ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44
—5.καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53
—4.χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42
πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28
—9.τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19
—21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.c where subordinate clauses are joined.εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42
ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64
—5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2
—3.τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21
—2.τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25
—6. ( πάρφασις)ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34
d where parts of sentences are opposed or joined.ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16
αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48
—9.τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26
πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26
ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62
οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95
—6.Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85
ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3
τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27
—8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δ” N. 10.87—8.ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90
ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41
κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.e explicative, distributive.ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72
γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38
, cf. O. 13.58, P. 2.48διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179
Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1
φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰνλαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55
“ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83
—5.ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30
I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δ — O. 10.64ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125
—6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.ἀγωνίας δ P. 5.109
—113.ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13
—6.ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48
μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4
τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7
—11.ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30
—4.τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37
—41.ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2
σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111
—3.Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3
πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14
ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76
πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37
—41.τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23
ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58
ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48
δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65
τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8
—12.ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51
τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97
—100.τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43
Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63
ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32
τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41
διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3
ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55
ἀλλὰβροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29
ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43
, cf. P. 3.51h with anaphora.πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14
πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62
ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8
τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27
ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87
εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3
—4.πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6
—7.χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7
—8.ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71
διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22
ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.i where the μέν cl. has concessive force.σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107
κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70
ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24
cf.μὲν ἀλλά P. 4.139
; P. 6.23k indicating comparison.λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39
l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13
οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲνφωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66
ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11
οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52
—5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6
—7.ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37
χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48
—9 cf. N. 9.48ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11
“λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθω” I. 6.47—9.μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25
—6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.m μέν δέ combined with other particles.Iμὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10
cf. O. 1.111II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5
ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33
n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.3 μέν balanced with particles other than δέ.a μέν ἀλλά lang=greek>Iτὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1
λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50
ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22
ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55
“ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ” P. 4.139ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46
—52, cf. fr. 106.II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19
—24.b μέν τε.Iχαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6
ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88
ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12
βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69
τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88
παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52
αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31
ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39
ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9
ἦ μὰν ἀνόμοιά γεδᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30
—1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14
—6.εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4
κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249
—51.III irregularly coordinated.ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14
αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37
ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),ἀγωνίας δ P. 5.109
—13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]cμὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104
d μὲν αὖτε. ( θεός)ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
, cf. I. 6.3—7.eμέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168
Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83 -
95 ходить
хожу, ходишьρ.δ.1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.
2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•
ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•
ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•
ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•
ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.
|| κινούμαι•месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.
|| μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.
3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•
ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•
ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•
ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•
ходить гулять πηγαίνω περίπατο.
|| εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.4. κινούμαι γρήγορα.5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.
6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•-ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•
поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).
7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).
8. βλ. идти (10 σημ.)•9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).10. τ ιμώμαι•квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.
|| κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.11. περιποιούμαι, φροντίζω•ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•
ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.
12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.13. φορώ, φέρω•ходить в очках φορώ γυαλιά•
ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.
14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•
ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•
ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•
ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.
15. βλ. идти (19 σημ.).16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.εκφρ.ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•ходить по делам – παλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•не ходить за словом в карман – παλ. • βλ. έκφραση στη λ. лезть•(все) под Богом -им – παλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν. -
96 καταφεύγω
Aφεύξομαι D.8.41
:— flee for refuge, ἐς τὸ [ ἱρόν] Hdt. 2.113, cf. 1.145;ἐπὶ Διὸς βωμόν Id.5.46
: c. acc.,οὐκ ἔχω βωμὸν κ. E.IA 911
(troch.); - πεφευγέναι ἐν τόπῳ flee and take refuge in.., Pl.Sph. 260c, cf. X. HG4.5.5; ἐκεῖ, ἐνθάδε κ., Th.3.71, Isoc.14.28; ὅποι .. X. Mem.3.8.10; κ. εἴς τινα flee for protection to him,ὃς ἂν φεύγων καταφύγῃ ἐς τούτους Hdt.4.23
;εἰς ὑμᾶς κ. καὶ ἀντιβολῶ And.1.149
;ἐπί τινα D.18.19
, etc.;πρὸς ὑμᾶς Id.8.41
;παρ' ἡμῖν Isoc.12.194
.2 ἐκ τῆς μάχης κ. escape from.., Hdt.6.75: abs., ἄνω μάλ' εἶσι καταφυγών (sc. ὁ ἀτμός) Alex. 124.17.3 have recourse, ;εἰς σωτηρίαν Id.2.4.1
;εἰς τοὺς λόγους Pl.Phd. 99e
, cf. 76e; ;ἐπὶ τὰς μηχανάς Pl.Cra. 425d
;ἐπὶ τὸν δικαστήν Arist.EN 1132a20
; ἐπὶ τὸν λόγον ib. 1105b13;ἐπὶ Καρχηδονίους Plb.1.10.1
, cf. Plu.Cam.7;πρὸς θεῶν εὐχάς Pl.Phdr. 244e
;ὥς τινας Plb.24.10.11
: c. dat.,τῇ μητρί Ctes.Fr.29.57
.4 εἰς τὴν τοῦ βίου μετριότητα κ. fall back upon, appeal to.., D.25.76; ἐπὶ τὸ φάσκειν .. Phld. D.3.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφεύγω
-
97 κερδαίνω
A , Lys.8.20, etc.; [dialect] Ion. - ανέω Hdt.1.35, 8.60.γ;κερδήσω AP9.390
(Menecr.), Ep.Jac.4.13,κερδήσομαι Hdt.3.72
: [tense] aor. 1ἐκέρδᾱνα Pi.I.5(4).27
, And.1.134 codd., etc.; [dialect] Ion. - ηνα Hom.Epigr.14.6, Hdt.8.5, alsoἐκέρδησα Id.4.152
, Hld.4.13, etc.: [tense] pf.κεκέρδαγκα D.C.53.5
,κεκέρδᾰκα Aristid.1.366
J., Ach.Tat.5.25, Phalar.Ep.81.2, etc.,κεκέρδηκα D.56.30
( προς-), J.BJ1.20.2:— [voice] Pass., [tense] aor. part.κερδανθείς Phld.Oec.p.67
J.: [tense] pf.κεκερδημένος J.AJ 18.6.5
: ([etym.] κέρδος):—gain, derive profit or advantage, κακὰ κ. make unfair gains, Hes.Op. 352;μέγιστα ἐκ φορτίων Hdt.4.152
; τί κερδανῶ; what shall I gain? Ar.Nu. 259; κ. τινί gain by a thing, E.HF 604;σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ A.Ag. 1301
;κέρδος κ. S.OT 889
(lyr.);κ. ἓξ τάλαντα And.
l. c.; ; κ. λόγον win fame, Pi.I.5(4).27; χρηστὰ κ. ἔπη receive fair words, S.Tr. 231: c. part., gain by doing..,εἰ δὲ κερδανῶ λέγων E.Hel. 1051
(prob.);πολεμοῦντες οὐ κερδαίνομεν Ar.Av. 1591
, cf. Th.5.93;οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς A.Pr. 876
; Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι we shall gain by Megara's preservation, Hdt.8.60.γ; also κ. ὅτι .. Hp. Art.46:—[voice] Pass., τὰ κερδανθέντα Phld.l.c.2 abs., make profit, gain advantage, Hdt.8.5, Ar.Pl. 520;τοῦ κ. ἔχου S.Fr.28
, cf. 354; ἐξ ἅπαντος, ἀπὸ παντός, Id.Ant. 312, X.Mem.2.9.4;παρά τινων Lys.20.7
; ; opp. τὸ τιμᾶσθαι, Th.2.44; traffic, make merchandise, S.Ant. 1037.III save or spare oneself, avoid,μεγάλα κακά Philem. 92.10
;ὕβριν Act.Ap.27.21
;τὸ μὴ μιανθῆναι τὰς χεῖρας J.AJ2.3.2
;ἐνόχλησιν D.L.7.14
, cf. Him.Or.2.26, AP10.59 (Pall.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδαίνω
-
98 μεθίστημι
A causal, in [tense] pres. and [tense] impf., [tense] fut. and [tense] aor. 1, place in another way, change, τοι ταῦτα μεταστήσω I will change thee this present, i. e. give another instead, Od.4.612;μ. τὰ νόμιμα πάντα Hdt.1.65
; ὄνομα, τύχην, E.Ba. 296, Heracl. 935;τὸ μέγα εἰς οὐδὲν χρόνος μ. Id.Fr. 304
(lyr.);μ. νόμους X.HG5.4.64
;ταύτην τὴν πολιτείαν Pl.R. 562c
; ; ἐς ὀλιγαρχίαν μ. [ τὴν πολιτείαν] X.HG2.3.24; ἐξ ὀλιγαρχίας ἐς τὸ δημοκρατεῖσθαι μ. τοὺς Βυζαντίους ib.4.8.27; τὰ ἐκεῖ πάντα πρὸς Λακεδαιμονίους ib.2.2.5; also ἐκ τῆς καθεστηκυίας ἄλλην μ. [ πολιτείαν] introduce a new polity, Arist.Pol. 1301b8;μ. βασιλείαν ἀντὶ τυραννίδος Pl.Ep. 319d
.2 c. gen. partit., οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος he changes [ nothing] of his colour, Ar.Eq. 398 (lyr.).3 remove from one place to another, Th.4.57;ὠστράκιζον καὶ μεθίστασαν ἐκ τῆς πόλεως Arist.Pol. 1284a21
;ἐς ἄλλην χθόνα μ. πόδα E.Ba.49
:— [tense] aor. 1 [voice] Med. μεταστήσασθαι remove from oneself or from one's presence, Hdt.1.89, 8.101, And.1.12, Th.1.79; banish, Aeschin.3.129;μ. φρουρὰς ἐκ πόλεων Plb.18.44.4
.B [voice] Pass., with [tense] aor. 1 μετεστάθην [ᾰ] E.El. 1202 (lyr.), D.26.6, also [tense] aor. 2, [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act.:I of persons, stand among or in the midst of, c. dat.,ἑτάροισι μεθίστατο Il.5.514
.2 change one's position, τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο make way for them, E. Ph.40; depart,παλαιὸν εἰς ἴχνος A.Supp. 538
(lyr.);ἐκ τῆς τάξιος Hdt.9.58
;ἐκ τυραννικοῦ κύκλου S.Aj. 750
;ἔξω τῆς οἰκουμένης Aeschin. 3.165
;ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μ. Pl.R. 518a
: c. gen.,δεῦρ' Ἰωλκίας χθονός E.Med. 551
;θρόνων Id.Ph.75
;μ. φυγῇ Id.Med. 1295
: abs.,μετάσταθ', ἀπόβαθι S.OC 162
(lyr.), cf. D.23.69; ὅταν μεταστῇ [ ὄλβος] S.Fr.646.6.3 c. gen. rei, change, cease from, ;ξηρῶν τρόπων Ar.V. 1451
(lyr.), cf. Pl. 365; λύπης, κακῶν, E.Alc. 1122, Hel. 856; μ. βίου die, Id.Alc.21 (also μ. alone, J.AJ17.4.2, Plu. 2.1104c; ἑκὼν μ. commit suicide, Vett. Val.94.9); μ. φρενῶν change from one's former mind, change one's mind, E.Ba. 944.4 go over to another party, revolt, Th.1.35, etc.;ἀπό τινος Id.8.76
; παρά or πρός τινα, Id.1.107, 130.II of things, change, alter, either for the better,τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Hdt.1.118
;ἐς τὸ λῷον.. μεθέστηκεν κέαρ E.Med. 911
; or for the worse, ἐξ ἧς [ πολιτείας] ἡ ὀλιγαρχία μετέστη from which oligarchy arose by a change, Pl.R. 553e, cf. X.HG2.3.24, Arist.Pol. 1301a22, Plb.6.9.10; εἴ τι μὴ δαίμων.. μεθέστηκε στρατῷ hath changed for them, A.Pers. 158 (troch.);νέος μεθέστηκ' ἐκ γέροντος E.Heracl. 796
.2 Medic., of pains, change position,εἰς τὴν ἄνω χώραν Gal.16.652
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθίστημι
-
99 μεταστρέφω
A turn about, turn round,τῶ κε Ποσειδάων.. αἶψα μεταστ ρέψειε νόον Il.15.52
;εἴ κεν Ἀχιλλεὺς ἐκ χόλου.. μεταστρέψῃ φίλον ἦτορ 10.107
;τὸ πρόσωπον πρός τι Pl.Smp. 190e
: —[voice] Med., (lyr.):— [voice] Pass., turn oneself about, turn about, whether to face the enemy,στῆ δὲ μεταστρεφθείς Il.11.595
, 15.591, cf. Hdt.7.211; or to flee, ; simply, turn round, Hdt.3.121, Pl.Phd. 116d, etc.; turn about (to see if any one follows), Ar.Lys. 125, D.21.221; recur,ἐπὶ τὰ προειρημένα Pl.Cra. 428d
.3 twist or turn all ways, ;λόγους ἄνω καὶ κάτω μ. Id.Phdr. 272b
; turn upside down,ἅπαντα μ. τύχη Philem.111
:—[voice] Pass., .4 misrepresent, [δικαιοσύνης καὶ ἀδικίας] τὴν δύναμιν Pl.R. 367a
: generally, change, alter,τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι Arist.Rh. 1376b21
, cf. 1412a33; invert, τὰ τοῦ Ξενοφάνους ib. 1377a23:—[voice] Pass., ὁρᾷς γὰρ τἄμ' ὅσῳ μετεστράφη how my fortunes are changed, E.Ba. 1329;τὸ ψήφισμ' ὅπως μεταστραφείη Ar.Ach. 537
.II intr., turn another way, change one's ways, ἦ τι μεταστρέψεις; Il.15.203: [tense] aor. part. μεταστρέψας contrariwise, Pl.Grg. 457a (pl.), R. 587d.3 c. gen., care for, regard, E.Hipp. 1226.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταστρέφω
-
100 προδίδωμι
A give beforehand, pay in advance, X.HG1.5.7, IG22.1304.34; προεδίδου cj. for προς- in Plb.8.15.7; προδιδούς, opp. ἐπιδιδούς, Gal.12.174; give first, Ep.Rom.11.35:—[voice] Pass., Arist.Oec. 1350a36;τῶν -δεδομένων τιμῶν Inscr.Prien.107.17
, cf. GDI5181.34 ([place name] Crete); of a menu-tablet, Ath.2.49d.II give up, [ κλῆρον] PPetr.3p.96(iii B.C.); deliver up,τοὺς ὁμοκωμήτας ἡμῖν PThead.17.16
(iv A.D.): most freq., give up to the enemy, betray,τοὺς λοιποὺς τοῖσι Σαμίοισι Hdt.6.23
;τὸ σὸν θνητοῖσι π. γέρας A.Pr.38
, etc.;π. τὴν Ποτείδαιαν Hdt.8.128
;τὰν φυγάδα A.Supp. 420
(lyr.); ; ; τὰς πύλας, φρούριον, Ar.Av. 766, Ra. 362; of a woman,π. τὸ σῶμα Lys.Fr.90
: c. inf.,ὃν σὺ προὔδωκας θανεῖν E.Or. 1588
, cf. Alc. 659:—[voice] Pass.,προδοθέντες ὑπὸ Σιτάλκεω ἥλωσαν Hdt.7.137
;ἀπόλωλα τλήμων, προδέδομαι S.Ph. 923
.2 forsake, abandon,οἵ με φίλοι προὔδωκαν Thgn.813
;π. τὴν Ἑλλάδα Hdt.9.7
.β, Ar. Pax 408;μηδαμῶς.. προδῷς με Id.Th. 229
;τὴν μητέρα π. Antipho 1.5
;τὴν πολιτείαν Pl.Lg. 762c
; :—[voice] Pass.,προδεδόμεθα ὑπὸ τῶν συμμάχων Hdt.9.60
, cf. Vett.Val.78.19.3 abs., play false, desert, Hdt.5.113, 6.15, etc.; οὔτοι προδώσει χρησμός will not prove traitor, A.Ch. 269;χάρις.. προδοῦσ' ἁλίσκεται S.Aj. 1267
; ἢν προδιδῶσι πρὸς τοὺς κατιόντας treat treasonably with them, Hdt.3.45: c. acc. cogn.,προδοσίαν π.
to be guilty of treachery,Din.
1.10.4 with a thing as subject, betray, fail one, [αἱ κάτω πλίνθοι] π. τὰς ἄνω X.HG5.2.5
;ὁ ὀφθαλμὸς π. τινά D.52.13
: intr.,fail, of wine, Xenoph. 1.5; of a river, run dry, Hdt.7.187; of a barricade that has proved useless, Id.8.52.5 with a thing as object, surrender, give up,προδέδοται τὰ κρυπτά E.IA 1140
; χάριν π. to be thankless, Id.Heracl. 1036;τὰ πράγματα Ar.Eq. 241
; ;τὸ δίκαιον Id.Lg. 907a
; ἑτέροισι τὴν νίκην ib. 906e;καιρὸν τοῖς ἐναντίοις D.19.6
; to be false to, fail to uphold,ὅρκους X.Cyr.5.1.22
;τὴν καταχειροτονίαν D.21.120
; give up as lost, bid adieu to, ;τὰς ἐλπίδας Ar.Nu. 1500
;τὴν ἐκείνου προαίρεσιν D. 60.28
;τὸν ἀγῶνα Aeschin.1.115
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προδίδωμι
См. также в других словарях:
άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… … Dictionary of Greek
άνω κοίλη φλέβα — Φλέβα που αποτελείται από τη συμβολή της αζύγου και των δύο ανώνυμων φλεβών. Αρχίζει από την πίσω δεξιά στερνοκλειδική άρθρωση, προχωρεί προς τα κάτω παράλληλα με το δεξιό χείλος του στέρνου και εκβάλλει στο άνω τοίχωμα του δεξιού κόλπου.… … Dictionary of Greek
Άνω Βλασία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 326 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στις βορειοανατολικές πλαγιές του Ερυμάνθου, προς τα σύνορα με τον νομό Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαβρύτων … Dictionary of Greek
Άνω Πυξάρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 41 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Ξηροπόταμου, πάνω στον δρόμο προς την Ξάνθη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
Ηράκλειτος — (Έφεσος περ. 535 – 475 π.Χ.).Προσωκρατικός φιλόσοφος. Ελάχιστα γνωρίζουμε για τη ζωή του·φαίνεται όμως ότι είχε αριστοκρατική καταγωγή και για τον λόγο αυτό περιφρονούσε τόσο την τυραννίδα όσο και τη δημοκρατία. Ανεξάρτητο και δυνατό πνεύμα,… … Dictionary of Greek
σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… … Dictionary of Greek
διάφραγμα — Λεπτό τοίχωμα που παρεμβάλλεται σε έναν αγωγό ή σε μία συσκευή για να το διαιρέσει σε δύο μέρη. (Ανατ.) Λεπτό μυομεμβρανώδες όργανο που αποτελεί το χώρισμα μεταξύ θώρακα και κοιλίας των ανωτέρων θηλαστικών. Διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην… … Dictionary of Greek