Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πυργώματα

См. также в других словарях:

  • πυργώματα — πύργωμα that which is furnished with towers neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύργωμα — το, ΝΑ [πυργῶ] 1. καθετί το εφοδιασμένο με πύργους και, ιδίως, πόλη φραγμένη και οχυρωμένη με πύργους («ἐπτάστομον πύργωμα Θηβαίας πόλεως», Ευρ.) 2. στον πληθ. τα πυργώματα τείχη με πύργους («Ἰλίου πυργώματα», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»