Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πρέσβυς

См. также в других словарях:

  • πρέσβυς — old man masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβυς — εως, ο, ΝΜΑ, πρέσβης Ν, τ. γεν. εος και κρητ. δωρ. τ. πρέσγυς και κρητ. τ. πρεῑγυς, Α 1. πρεσβευτής 2. (στην αρχαιότητα) έκτακτος απεσταλμένος μιας ελληνικής πόλης προς άλλη, ο οποίος, ως αντιπρόσωπος τών αρχόντων τής πατρίδας του και τών… …   Dictionary of Greek

  • Πρέσβυς οὐ τύπτεται, οὐδε ὑβρίζεται. — См. Посла ни секут, ни рубят, только милуют …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πρεσβυτάτω — πρέσβυς old man masc/neut nom/voc/acc dual πρέσβυς old man masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβυτάτων — πρέσβυς old man fem gen pl πρέσβυς old man masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβυτέρω — πρέσβυς old man masc/neut nom/voc/acc dual πρέσβυς old man masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβυτέρων — πρέσβυς old man fem gen pl πρέσβυς old man masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβυτέρως — πρέσβυς old man adverbial πρέσβυς old man masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβύτατον — πρέσβυς old man masc acc sg πρέσβυς old man neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβύτερον — πρέσβυς old man masc acc sg πρέσβυς old man neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβυτάταις — πρέσβυς old man fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»