-
81 πρεσβυτέραι
πρεσβυτέρᾱͅ, πρέσβυςold man: fem dat sg (attic doric aeolic) -
82 πρεσβυτέραν
πρεσβυτέρᾱν, πρέσβυςold man: fem acc sg (attic doric aeolic) -
83 πρεσβυτέρησι
-
84 πρεσβυτέρῃσι
-
85 πρεσβυτέρωι
πρεσβυτέρῳ, πρέσβυςold man: masc /neut dat sg -
86 πρεσβέων
πρέσβαaugust: fem gen pl (epic ionic)πρέσβηfem gen pl (epic ionic)πρέσβοςobject of reverence: neut gen pl (epic doric ionic aeolic)πρέσβυςold man: masc gen pl (epic doric ionic aeolic)πρεσβεύςambassador: masc gen pl (epic)πρεσβέω̆ν, πρεσβεύςambassador: masc gen pl (epic) -
87 πρεσβίων
πρέσβιςambassador: fem gen pl (epic doric ionic aeolic)πρέσβοςobject of reverence: neut gen pl (doric)πρέσβυςold man: masc gen pl (doric) -
88 πρέσβεε
πρέσβιςambassador: fem nom /voc /acc dual (epic ionic)πρέσβοςobject of reverence: neut nom /voc /acc dual (epic ionic)πρέσβυςold man: masc nom /voc /acc dual (epic ionic) -
89 πρέσβεες
πρέσβιςambassador: fem nom /voc pl (epic ionic)πρέσβυςold man: masc nom /voc pl (epic ionic) -
90 πρέσβεις
πρέσβιςambassador: fem nom /voc pl (attic epic)πρέσβιςambassador: fem nom /acc pl (attic)πρέσβυςold man: masc nom /voc pl (attic epic) -
91 πρέσβεος
πρέσβιςambassador: fem gen sg (attic epic)πρέσβοςobject of reverence: neut gen sg (epic doric ionic aeolic)πρέσβυςold man: masc gen sg (epic) -
92 πρέσβεσι
πρέσβιςambassador: fem dat plπρέσβοςobject of reverence: neut dat plπρέσβυςold man: masc dat pl -
93 πρέσβεσιν
πρέσβιςambassador: fem dat plπρέσβοςobject of reverence: neut dat plπρέσβυςold man: masc dat pl -
94 πρέσβεων
πρέσβεω̆ν, πρέσβιςambassador: fem gen plπρέσβεω̆ν, πρέσβυςold man: masc gen pl -
95 πρέσβεως
πρέσβεω̆ς, πρέσβιςambassador: fem gen sg (attic)πρέσβεω̆ς, πρέσβυςold man: masc gen sg -
96 πρέσβη
πρέσβηfem nom /voc sg (attic epic ionic)πρέσβιςambassador: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)πρέσβοςobject of reverence: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πρέσβοςobject of reverence: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)πρέσβυςold man: masc nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————πρέσβαaugust: fem dat sg (attic epic ionic)πρέσβηfem dat sg (attic epic ionic)πρέσβηι, πρέσβιςambassador: fem dat sg (epic) -
97 πρέσβης
πρέσβαaugust: fem gen sg (attic epic ionic)πρέσβηfem gen sg (attic epic ionic)πρέσβιςambassador: fem nom /voc pl (doric aeolic)πρέσβυςold man: masc nom /voc pl (doric aeolic) -
98 πρεσβύτερος
πρεσβύτερος, -η, -ο ο1) старший;2) ο пресвитер, священник – древнейшее каноническое название второй степени христианского таинства священства (другие две степени – дьякон, епископ).Этим.дргр. < πρέσβυς «старший, уважаемый, старейшина» < πρες «впереди, до». Изначально слово означало человека старшего по возрасту и поэтому более значительного. Термин получил особое широкое распространение в первые века христианства. Относился к членам иудейского священства (Синедриона) и к опытным мужам первых христианских церквей, которые иначе назывались и епископами (см. επίσκοπος). Позже слова επίσκοπος «епископ» и πρεσβύτερος «пресвитер» стали различаться по их употреблению в значении различных степеней священстваΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > πρεσβύτερος
-
99 βιοτά
1 lifeπρέσβυς ἐγκύρσαις ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ P. 4.282
φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες N. 7.54
τοὺς δ' ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά (sc. εὐφραίνει) fr. 221. 3. φιλάνορα δ' οὐκ ἔλιπον βιοτάν (sc. οἱ δελφῖνες) fr. 236. -
100 βουλά
βουλά (-άν; -αί, -ᾶν, -αῖς, -αῖσιν)a sing., plan, course of actionοὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν N. 10.89
b pl., counsels, designs, deliberationsἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους βουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος O. 2.75
αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.46
χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοιςδαιμόνων βουλαῖς I. 4.19
ἢ ἀμφὶ πυκναῖς Τειρεσίαο βουλαῖς; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας) I. 7.8 ]ν ὀρθαι τε β[ουλ]αι τοῦτον[ (supp. Lobel) Θρ. 4. 16. esp. opp. to action and youth,βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι P. 2.65
κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς P. 3.30
θανέμεν χείρεσσιν ἢ βουλαῖς ἀκνάμπτοις P. 4.72
ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.282
καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.119
Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῖδας ὑπερτάτας P. 8.3
πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.27
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (τουτέστι, ἀνδρείᾳ καὶ φρονήσει. Σ.) N. 8.8 ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νεῶν ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199.
См. также в других словарях:
πρέσβυς — old man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβυς — εως, ο, ΝΜΑ, πρέσβης Ν, τ. γεν. εος και κρητ. δωρ. τ. πρέσγυς και κρητ. τ. πρεῑγυς, Α 1. πρεσβευτής 2. (στην αρχαιότητα) έκτακτος απεσταλμένος μιας ελληνικής πόλης προς άλλη, ο οποίος, ως αντιπρόσωπος τών αρχόντων τής πατρίδας του και τών… … Dictionary of Greek
Πρέσβυς οὐ τύπτεται, οὐδε ὑβρίζεται. — См. Посла ни секут, ни рубят, только милуют … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πρεσβυτάτω — πρέσβυς old man masc/neut nom/voc/acc dual πρέσβυς old man masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτάτων — πρέσβυς old man fem gen pl πρέσβυς old man masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτέρω — πρέσβυς old man masc/neut nom/voc/acc dual πρέσβυς old man masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτέρων — πρέσβυς old man fem gen pl πρέσβυς old man masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτέρως — πρέσβυς old man adverbial πρέσβυς old man masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβύτατον — πρέσβυς old man masc acc sg πρέσβυς old man neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβύτερον — πρέσβυς old man masc acc sg πρέσβυς old man neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυτάταις — πρέσβυς old man fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)