-
1 προ-χόη
-
2 προ-χοή
προ-χοή, ἡ, der Erguß, Ausfluß eines Stromes; ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο, Il. 17, 263; ἐς ποταμοῠ προχοάς, Od. 5, 453; 11, 242. 20, 65; immer im plur., wie H. h. Apoll. 383 u. Pind. ἐν προχοαῖς λίμνης, P. 4, 20; Aesch. Suppl. 1005; Νείλου, Ar. Nub. 273; sp. D., wie Theocr. 4, 31; Antiphan. 7 (IX, 258); πέδιλον ἐνισχόμενον προχοῇσιν, Ap. Rh. 1, 11, wo der Schol. erkl. οἱ τόποι, καϑ' οὓς οἱ ποταμοὶ συμβάλλονται τῇ ϑαλάσσῃ; – im sing. Hes. O. 759; – Νείλου πενταπόροις προχοαῖς, D. Per. 301.
-
3 προχοή
A outpouring, i.e. mouth, of a river,ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο Il.17.263
;ἐς ποταμοῦ προχοάς Od.5.453
;ἐν προχοῇς ποταμοῦ 11.242
;ἐν προχοῇς.. Ὠκεανοῖο 20.65
;Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας Pi.P.4.20
, cf. Anacr. 28 codd., B.6.3, A.Supp. 1025 (lyr.), Ar.Nu. 272, Theoc.Chius in FHG ii 86, Call.Fr. 480, etc.; θερμαῖς ὕδατος μαλακοῦ π. A.Fr.192.8 (anap.);ὕδατος προχοὰς χειμερίους AP9.147
(Antag.): sg. is dub. l. in Hes.Op. 757; προχοὴ τῶν ὑδάτων discharge of amniotic fluid, Cat.Cod.Astr.8(4).127.2 overflow, flood, A.R.4.271 (pl.).3 = πρόχωσις, promontory, Archestr.Fr.40 codd.Ath. (sed leg. προβολαῖσι).------------------------------------προ-χόη (B), ἡ,A = πρόχοος 1, A.R.1.456, AP6.292 (Hedyl.), Alciphr.3.47. -
4 προχοή
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προχοή
-
5 προχοή
προ-χοή, ἡ, der Erguß, Ausfluß eines Stromes -
6 προχοη
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский