-
1 προθεσμία
προθεσμίᾱ, προθέσμιοςfem nom /voc /acc dualπροθεσμίᾱ, προθέσμιοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic)προθεσμίᾱ, προθεσμίαday appointed beforehand: fem nom /voc /acc dualπροθεσμίᾱ, προθεσμίαday appointed beforehand: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————προθεσμίᾱͅ, προθέσμιοςfem dat sg (attic doric aeolic)προθεσμίᾱͅ, προθεσμίαday appointed beforehand: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 προθεσμία
προθεσμία, ας, ἡ (Lysias, Pla.+; ins [e.g. IG V/1, 550, 12; also the ins in JZingerle, Hlg. Recht: JÖAI 23, 1926, col. 23f οὐκ ἐτήρησε τὴν προθεσμίαν τῆς θεοῦ]; pap [e.g. POxy 2732, 19: 154 A.D.; 2754, 6: III A.D. πάλαι τοῦ διαλογισμοῦ τὴν προθεσμίαν εἰδότες=having known long ago the time fixed for the circuit court]; Sym.; Philo; Jos., Bell. 2, 633, Ant. 12, 201. Loanw. in rabb.—Subst. fem. of προθέσμιος, α, ον; ἡμέρα is to be supplied) a point of time set in advance, appointed day, fixed/limited time, of the day when a son reaches his majority ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός until the time set by the father Gal 4:2. It is uncertain whether Paul is referring here to certain legal measures which gave the father the right to fix the date when his son would come of age, or whether he is rounding out his comparison w. details that occur to him at the moment, as he so oft. does (though there was a προθεσμία τοῦ πατρός for the coming of age of humankind in general; the parallel phrase, τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, vs. 4 is used oft. in the pap of contractual termination; see s.v. πληρόω 2).—DELG s.v. τίθημι. -
3 προθεσμια
ἥ (sc. ἡμέρα) юр.1) (назначенный заранее) срок(ἥ τριετές π. Plat.; ἄχρι τῆς προθεσμίας τινός NT.)
2) срок давностиοὐκ οἶμαι οὐδεμίαν τῶν τοιούτων ἀδικημάτων προθεσμίαν εἶναι Lys. — я полагаю, что для подобных преступлений нет срока давности
-
4 προθεσμία
η срок;η τελευταία προθεσμία — крайний срок;
καταθέσεις επί προθεσμία — срочные вклады;
φτάνει (λήγει) η προθεσμία — наступает (истекает) срок;
πρίν την προθεσμία — или πρίν λήξει η προθεσμία — досрочно;
προ της προθεσμίας — досрочный;
στην προθεσμία — в срок, к сроку
-
5 προθεσμίᾳ
Βλ. λ. προθεσμία -
6 προθεσμία
[протэзмиа] ουσ θ срок. -
7 προθεσμία
A day appointed beforehand, a fixed or limited time, within which money was to be paid, actions brought, claims made, elections held, etc., and if this period was allowed to expire, no further proceedings were allowed, D.36.25, Aeschin.1.39; ἐὰν ἡ π. ἐξήκῃ is past, IG12.41.9;τριετὴς π. Pl.Lg. 954d
, cf. D.38.27, Paus.4.5.10.2 generally, fixed or appointed time,προθεσμίας οὔσης τῷ κινδύνῳ Lys.7.17
;π. ἀδικημάτων Id.13.83
;μηδεμίαν εἶναι π. τῆς ἐπιλήψεως Pl.Lg. 954e
; , cf.Ep.Gal.4.2, OGI509.21 (Aphrodisias, ii A.D.);οὐκ ἐτήρησε τὴν π. τῆς θεοῦ Supp.Epigr.4.649
(Lydia, ii A.D.); π. φυσικὴ [ νόσου] natural period, Gal.1.289;ἡ π. τῆς καθάρσεως Sor.2.10
, cf. 1.21, al.: pl., τρεῖς τοῦ μηνὸς ἀρχαὶ καὶ π. (Kalends, Nones and Ides) Plu.2.269b;προθεσμίας ὁριζομένους ἑορτάς Luc.Nigr.27
.3 occasion of delay, J.AJ15.5.1.II προθέσμιος, α, ον, Adj. foreappointed, Ἔφεσος, ἡ π. τῶν γάμων (sc. πόλις) Ach. Tat.5.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προθεσμία
-
8 προθεσμία
vade, süre, müddet, mühlet -
9 προθεσμίας
προθεσμίᾱς, προθέσμιοςfem acc plπροθεσμίᾱς, προθέσμιοςfem gen sg (attic doric aeolic)προθεσμίᾱς, προθεσμίαday appointed beforehand: fem acc plπροθεσμίᾱς, προθεσμίαday appointed beforehand: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 προθεσμίαι
προθεσμίᾱͅ, προθέσμιοςfem dat sg (attic doric aeolic)προθεσμίᾱͅ, προθεσμίαday appointed beforehand: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 προθεσμίαν
προθεσμίᾱν, προθέσμιοςfem acc sg (attic doric aeolic)προθεσμίᾱν, προθεσμίαday appointed beforehand: fem acc sg (attic doric aeolic) -
12 προ-θέσμιος
προ-θέσμιος, vorher festgesetzt; ἡ προϑεσμία, sc. ἡμέρα, vorher anberaumter Termin, eine bestimmte Frist, bis zur Verjährung in Geldsachen u. sonst, Plat. Legg. XII, 954 de; προϑεσμίας οὐδεμιᾶς οὔσης τῷ κινδύνῳ, Lys. 7, 17; ἀδικημάτων, Verjährung, 13, 83 u. öfter; Aesch. 1, 39; Dem. 38, 27, ὡς εἰκοστῷ λαγχάνειν ἔτει δίκαιόν ἐστι, τοῠ νόμου πέντε ἔτη τὴν προϑεσμίαν δεδωκότος; Sp., προϑεσμίας ὁρίζεσϑαι, Termin festsetzen, Luc. Nigr. 27.
-
13 πεντηκονθ-ήμερος
πεντηκονθ-ήμερος, funfzigtägig, προϑεσμία, D. Hal. 2, 57.
-
14 ὅρισις
-
15 ἐξ-ήκω
ἐξ-ήκω, auskommen, bis zu Ende gehen; ὁδόν;Soph. El. 1310; sich bis wohin erstrecken, πανταχόσε καὶ δεῠρ' ἐξήκει Plat. Epin. 987 a; οὐκ ἐξῆκον ἑκεῖσε ἀεί; οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Rep. VII, 530 e, sich worauf beziehen; wohin gelangen, Soph. Tr. 1147; ἅλις, ἵν' ἐξήκεις δακρύων, du hast genug geweint, O. R. 1515. – Von der Zeit, vergangen sein, vorbei sein, Her. 2, 111. 6, 69; πρὶν ἐξήκειν αὐτῷ τὴν ἀρχήν Plat. Legg. VI, 766 c; ἡ προϑεσμία ἐξήκει Dem. 43, 16, im Gesetz; Xen. An. 6, 1, 26; ὅταν το κακὸν ἐξήκῃ τόδε, wenn es vorübergegangen, Soph. Phil. 756; τὰ πάντ' ἂν ἐξήκοι σαφῆ, in Erfüllung gehen, O. R. 1182, wie auch sonst von Orakeln u. Träumen, Her. 1, 120. 6, 80.
-
16 ανατρεπτικός
η, ό[ν]1) ниспровергающий, свергающий;ανατρεπτικό κίνημα — а) повстанческое движение; — б) переворот;
2) отменяющий, аннулирующий, ликвидирующий;ανατρεπτική προθεσμία юр. — строго установленный срок (нарушение которого аннулирует действие юридических положений, прав)
-
17 βραχύς
εία, ύ 1.1) короткий, маленький;βραχεία απόσταση — короткое расстояние;
βραχύ ανάστημα — небольшой рост;
2) краткий, кратковременный, непродолжительный;βραχεία προθεσμία — краткий срок;
εν βραχεί χρόνο — в скором времени, вскоре;
3) краткий, лаконичный;διά βραχέθ3ν — коротко, вкратце;
4) грам, краткий (гласный и т. п.);5) эл. короткий;βραχο κύκλωμα — короткое замыкание;
βραχέα κύματα — короткие волны;
2.:τα βραχέα — грам, краткие гласные
-
18 καθορίζω
μετ.1) определять, обусловливать;καθορίζω την επιτυχία — определять успех;
καθορίζω την έκβαση τού αγώνα — решать исход борьбы;
καθορίζω τίς υποχρεώσεις τού καθένα — определять обязанности каждого;
2) устанавливать, назначать;καθορίζω προθεσμία — устанавливать срок;
καθορίζομαι — определяться (чём-л.); — зависеть (от чего-л.);
καθορίζεται από πολλούς λόγους — эτο — зависит от ряда обстоятельств
-
19 οκταετής
ης, ες восьмилетний;οκταετής προθεσμία — восьмилетний срок
-
20 ορίζω
μετ.1) определять, давать определение; 2) определять, устанавливать, назначать;ορίζω τίς τιμές (την προθεσμία) — устанавливать цены (срок);
ορίζω αναπληρωτή — назначать заместителя;
3) распоряжаться, управлять, командовать (кем-чем-л.); повелевать (книжн.);δεν ορίζει τούς γιους του — он не может справиться со своими сыновьями;
4) разграничивать;τα Πυρηναία ορίζουν προς βορράν την 'Ισπανία — Пиренеи являются северной границей Испании;
§ ορίστε а) пожалуйста, прошу вас; вот пожалуйста; б) я слушаю, я здесь; что вам угодно?;ορίστε μας; как вам Зто нравится?; καλώς ορίσατε пожалуйста, добро пожаловать; καλώς όρισες с приездом, добро пожаловать; ορίστε; (при переспрашивании) повторите, пожалуйста, что вы сказали?; τί ορίζετε; что вам угодно?
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προθεσμία — προθεσμίᾱ , προθέσμιος fem nom/voc/acc dual προθεσμίᾱ , προθέσμιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱ , προθεσμία day appointed beforehand fem nom/voc/acc dual προθεσμίᾱ , προθεσμία day appointed beforehand fem nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθεσμίᾳ — προθεσμίᾱͅ , προθέσμιος fem dat sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱͅ , προθεσμία day appointed beforehand fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθεσμία — η, ΝΜΑ προκαθορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει κάτι, διορία («σήμερα λήγει η προθεσμία υποβολής φορολογικών δηλώσεων») νεοελλ. 1. (πολ. δίκ.) χρονικό διάστημα ορισμένο ή δυνάμενο να οριστεί, εντός τού οποίου ή μετά την… … Dictionary of Greek
προθεσμία — η ορισμένο χρονικό διάστημα για κάτι, διορία: Έληξε η προθεσμία των εγγραφών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προθεσμίας — προθεσμίᾱς , προθέσμιος fem acc pl προθεσμίᾱς , προθέσμιος fem gen sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱς , προθεσμία day appointed beforehand fem acc pl προθεσμίᾱς , προθεσμία day appointed beforehand fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθεσμίαι — προθεσμίᾱͅ , προθέσμιος fem dat sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱͅ , προθεσμία day appointed beforehand fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθεσμίαν — προθεσμίᾱν , προθέσμιος fem acc sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱν , προθεσμία day appointed beforehand fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Професмия — • Προθεσμία, см. Iudicium, Судопроизводство, 6 … Реальный словарь классических древностей
προθεσμιῶν — προθεσμία day appointed beforehand fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… … Dictionary of Greek
δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού … Dictionary of Greek