-
1 προθεσμία
vade, süre, müddet, mühlet
См. также в других словарях:
προθεσμία — προθεσμίᾱ , προθέσμιος fem nom/voc/acc dual προθεσμίᾱ , προθέσμιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱ , προθεσμία day appointed beforehand fem nom/voc/acc dual προθεσμίᾱ , προθεσμία day appointed beforehand fem nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθεσμίᾳ — προθεσμίᾱͅ , προθέσμιος fem dat sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱͅ , προθεσμία day appointed beforehand fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθεσμία — η, ΝΜΑ προκαθορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει κάτι, διορία («σήμερα λήγει η προθεσμία υποβολής φορολογικών δηλώσεων») νεοελλ. 1. (πολ. δίκ.) χρονικό διάστημα ορισμένο ή δυνάμενο να οριστεί, εντός τού οποίου ή μετά την… … Dictionary of Greek
προθεσμία — η ορισμένο χρονικό διάστημα για κάτι, διορία: Έληξε η προθεσμία των εγγραφών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προθεσμίας — προθεσμίᾱς , προθέσμιος fem acc pl προθεσμίᾱς , προθέσμιος fem gen sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱς , προθεσμία day appointed beforehand fem acc pl προθεσμίᾱς , προθεσμία day appointed beforehand fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθεσμίαι — προθεσμίᾱͅ , προθέσμιος fem dat sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱͅ , προθεσμία day appointed beforehand fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθεσμίαν — προθεσμίᾱν , προθέσμιος fem acc sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱν , προθεσμία day appointed beforehand fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Професмия — • Προθεσμία, см. Iudicium, Судопроизводство, 6 … Реальный словарь классических древностей
προθεσμιῶν — προθεσμία day appointed beforehand fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… … Dictionary of Greek
δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού … Dictionary of Greek