Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προυσελοῠμεν

См. также в других словарях:

  • προυσελοῦμεν — προυσελέω treat with contumely pres ind act 1st pl (attic epic doric) προυσελέω treat with contumely imperf ind act 1st pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προυσελώ — έω, Α προπηλακίζω, βρίζω («οὕς μὲν ἴσμεν εὐγενεῑς προυσελοῡμεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. τού ρ. «προπηλακίζω, βρίζω» έχει οδηγήσει στην υπόθεση ότι ο τ. προυσελῶ (< *προ εσ ελῶ) συνδέεται με τη λ. ἕλος και είχε αρχικά τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»