Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

προτιμώ

  • 1 предпочесть

    προτιμώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предпочесть

  • 2 оказать

    оказать παρέχω, προσφέρω· \оказать помощь παρέχω βοήθεια· \оказать гостеприимство φιλοξενώ· \оказать влияние εξασκώ επίδραση\оказать предпочтение προτιμώ
    * * *
    παρέχω, προσφέρω

    оказа́ть по́мощь— παρέχω βοήθεια

    оказа́ть гостеприи́мство — φιλοξενώ

    оказа́ть влия́ние — εξασκώ επίδραση

    оказа́ть предпочте́ние — προτιμώ

    Русско-греческий словарь > оказать

  • 3 предпочесть

    предпочесть, предпочитать προτιμώ
    * * *
    = предпочитать

    Русско-греческий словарь > предпочесть

  • 4 преимущество

    преимущество с η υπεροχή, το πλεονέκτημα, το προτέρημα· отдавать \преимущество προτιμώ· иметь \преимущество πλεονεκτώ
    * * *
    с
    η υπεροχή, το πλεονέκτημα, το προτέρημα

    отдава́ть преиму́щество — προτιμώ

    име́ть преиму́щество — πλεονεκτώ

    Русско-греческий словарь > преимущество

  • 5 избирать

    избир||ать
    несов
    1. ἐκλέγω, διαλέγω, προτιμῶ·
    2. (кого-л. кем-л.) ἐκλέγω.

    Русско-новогреческий словарь > избирать

  • 6 оказывать

    оказ||ывать
    несов:
    \оказывать внимание δίνω προσοχή σέ κάτι· \оказывать любезность φέρομαι εὐγενικά, κάνω χάρη· \оказывать содействие παρέχω βοήθεια· \оказывать услугу προσφέρω (μιά) ὑπηρεσία· \оказывать поддержку παρέχω ὑποστήριξη, ὑποστηρίζω κάποιον \оказывать предпочтение προτιμώ, προκρίνω· \оказывать влияние ἐξασκώ ἐπιρροή· \оказывать давление ἐξασκῶ πίεση· \оказывать сопротивление ἀντιστέκομαι, προβάλλω ἀντίσταση· \оказывать гостеприимство παρέχω φιλοξενία, φιλοξενώ.

    Русско-новогреческий словарь > оказывать

  • 7 предпочесть

    предпочесть
    сов, предпочитать несов προτιμώ.

    Русско-новогреческий словарь > предпочесть

  • 8 предпочтение

    предпочтение
    с ἡ προτίμηση [-ις]:
    оказывать \предпочтение δείχνω προτίμηση, προτιμώ.

    Русско-новогреческий словарь > предпочтение

  • 9 преимущество

    преимуществ||о
    с τό πλεονέκτημα, ἡ ὑπέροχἡ:
    отдавать \преимущество προτιμώ· ◊ по \преимуществоу κυρίως, κατά τό πλείστον.

    Русско-новогреческий словарь > преимущество

  • 10 глава

    -ы, πλθ.θ.
    1. παλ. κεφάλι, -ή ανθρώπου ή ζώου. || μτφ. κορυφή (βουνού ή δέντρου).
    2. τρούλος, θόλος, κούπες εκκλησίας.
    3. αρχηγός, διοικητής, ο ανώτερος, ο επικεφαλής•

    глава правительства ο πρωθυπουργός•

    глава семьи ο αρχηγός της οικογένειας•

    глава партии ο αρχηγός του κόμματος•

    глава делегации ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας.

    εκφρ.
    во -е – επικεφαλής•
    ставить во -у угла – βάζω στην κορυφή (προτιμώ).
    -ы, πλθ.θ. κεφάλαιο βιβλίου.

    Большой русско-греческий словарь > глава

  • 11 избрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. избрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. избранный, βρ: -бран, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ•

    он -ал своей специальностью химию αυτός διάλεξε για ειδικότητα του τη χημεία.

    2. ψηφίζω•

    его -ли депутатом (ή в депутаты) τον έβγαλαν βουλευτή (ή αντιπρόσωπο).

    Большой русско-греческий словарь > избрать

  • 12 излюбить

    -юблю, -юбишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. излюбленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    παλ. υπεραγαπώ, προτιμώ, εκλέγω.

    Большой русско-греческий словарь > излюбить

  • 13 наименьший

    -ая, -ее
    επ. υπερθ. β. ο πιο μικρός, ο μικρότερος, μικρότατος, ελάχιστος•
    εκφρ.
    - ее общее кратно двух или нескольких чисел – (μαθ.) το ελάχιστο πολλαπλάσιο δύο ή περισσότερων αριθμών•
    пойти по линии ή по пути -его сопротивления – προτιμώ την εύκολη λύση, αποφεύγω τις δυσκολίες.

    Большой русско-греческий словарь > наименьший

  • 14 оказать

    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оказанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) βλέπω. || παλ. δείχνω•

    оказать мужество δείχνω αντρεία.

    2. (με μερικά ουσ. σχηματίζει συνδυασμούς με τη σημ. του ουσ..ως ρήμα)•

    оказать влияние επιδρώ•

    оказать помощь βοηθώ•

    оказать доверие εμπιστεύομαι•

    оказать предпочтение προτιμώ•

    оказать сопротивление αντιστέκομαι•

    оказать услугу εξυπηρετώ•

    оказать неуважение δείχνω ασέβεια•

    оказать уважение σέβομαι, δείχνω σεβασμό•

    оказать внимание προσέχω•

    оказать радушный прим υποδέχομαι εγκάρδια•

    оказать давление πιέζω, ασκώ πίεση•

    оказать поддержку υποστηρίζω•

    оказать гостеприимство φιλοζενώ•

    оказать содействие συμβάλλω.

    1. παλ. εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι.
    2. βρίσκομαι, υπάρχω•

    никого не -лось дома κανένας δεν υπήρχε στο σπίτι.

    || περιπίπτω, πέφτω•

    он -лся в незнакомом месте αυτός περιέπεσε σε άγνωστο μέρος•

    он -лся в затруднении αυτός περιήλθε σε δυσχερή θέση•

    оказать в опасности βρίσκομαι σε κίνδυνο•

    оказать без работы μένω χωρίς δουλειά.

    3. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι. || δείχνομαι, φαίνομαι. || απρόσ. γίνεται γνωστό, σαφές, φανερό, φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > оказать

  • 15 отличать

    ρ.δ.
    βλ.
    1. βλ. отличить.
    2. ξεχωρίζω, διακρίνω, κάνω να ξεχωρίζει.
    3. προτιμώ, δείχνω ιδιαίτερη προτίμηση ή προσοχή.
    1. βλ. отличиться.
    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω•

    отличать умом διακρίνομαι για το πνεύμα(εξυπνάδα).

    Большой русско-греческий словарь > отличать

  • 16 предпочесть

    -чту, -чтшь, παρ λ θ. χρ. предпочл
    -чла, -чло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. предпочтнный, βρ: -тн, -тена, -тено,
    επιρ. μτχ. предпочтя
    ρ.σ. μ; προτιμώ, αποδίδω μεγαλύτερη σημασία• προκρίνω. || εκτιμώ περισσότερο• θεωρώ ανώτερον. || θεωρώ καλύτερον.

    Большой русско-греческий словарь > предпочесть

  • 17 предпочтение

    ουδ.
    προτίμηση•

    оказать предпочтение δείχνω προτίμηση•

    отдать предпочтение προτιμώ,

    Большой русско-греческий словарь > предпочтение

  • 18 променять

    ρ.σ.μ.
    1. ανταλλάσσω.
    2. προτιμώ, εκτιμώ περισσότερο•

    ни на кого тебя не -яю δε σε αλλάζω με κανένα.

    Большой русско-греческий словарь > променять

  • 19 разбирать

    ρ.δ.
    1. βλ. разобрать.
    2. μ. εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ•

    брать не -ая παίρνω χωρίς διάκριση•

    голодный не -ет ο πεινασμένος δε διαλέγει (φαγητά).

    1. βλ. разобраться.
    2. λύνομαι, αποσυνδέομαι, ξεμοντάρομαι.
    3. παίρνομαι, αρπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разбирать

  • 20 уважать

    ρ.δ.μ.
    1. σέβομαι, εκτιμώ• υπολήπτομαι•

    уважать стариков σέβομαι τους γέροντες•, уважать чьи-н. заслуги εκτιμώ τις υπηρεσίες κάποιου.

    2. (απλ.) αγαπώ, γουστάρω, προτιμώ. || εκτιμιέμαι, υπολήπτομαι, είμαι σεβαστός.

    Большой русско-греческий словарь > уважать

См. также в других словарях:

  • προτιμώ — προτιμῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. προτιμέω Α [τιμῶ] τιμώ κάποιον ή κάτι περισσότερο ή τού αποδίδω μεγαλύτερη σημασία, προκρίνω (α. «προτίμησε τον θάνατο από την ατιμία» β. «οὐκ ἐμαίνοντο τὴν σωτηρίαν τοῡ κέρδους προτιμῶντες», Αντιφ.) νεοελλ. 1. μού… …   Dictionary of Greek

  • προτιμώ — προτιμάω / προτιμώ (παρατατ. συνήθως ούσα), προτίμησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προτιμώ — προτίμησα, προτιμήθηκα, τιμώ κάποιον περισσότερο από άλλον, αποδίδω μεγαλύτερη σημασία, προκρίνω: Προτίμησε το θάνατο από την ταπείνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προτιμῶ — προτιμάω honour pres imperat mp 2nd sg προτιμάω honour pres subj act 1st sg (attic epic ionic) προτιμάω honour pres ind act 1st sg (attic epic ionic) προτιμάω honour pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) προτιμάω honour pres ind act 1st… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλομαι — και βουλιέμαι και βουλιούμαι (AM βούλομαι, Α και επιτ. τ. βόλομαι) 1. θέλω, επιθυμώ 2. λογαριάζω, σκέπτομαι να πράξω κάτι νεοελλ. αποφασίζω μσν. (για διάταξη νόμου) καθορίζω αρχ. φρ. 1. «εἰ βούλει» (ευγενική φράση φιλοφροσύνης) αν αγαπάς 2.… …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • ANNULI — originis incertae; fabulae illorum vetustatem a rupe Caucatea repetunt et Promethei vincula eo detorquent. Troianis certe temporibus usum Annuli fuisse ignoratum, Plinius affirmat, hâc ratione ductus, quod Homerus eorum nullam fecerit mentionem,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άρνυμαι — ἄρνυμαι (Α) 1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω 2. αποκτώ, κερδίζω 3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ 4. εκλέγω, προτιμώ 5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα νυ , ο οποίος έχει άμεση… …   Dictionary of Greek

  • αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… …   Dictionary of Greek

  • αιρετίζω — αἱρετίζω (AM) εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ και (επεκτ.) αγαπώ 2. παραδέχομαι (Μ) [αἵρεσις] είμαι αιρετικός, ανήκω σε αίρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱρετός. ΠΑΡ. αἱρετιστής] …   Dictionary of Greek

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»