Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

προτιμώ

  • 21 честь

    θ.
    1. τιμή•

    дело честьи ζήτημα τιμής•

    клясться -ью ορκίζομαι στην τιμή μου•

    долг -и καθήκο τιμής•

    задеть чью-н. честь θίγω την τιμή κάποιου.

    || υπερηφάνεια, καύχημα, καμάρι•

    этот студент честь честь нашего института αυτός ο φοιτητής είναι η τιμή του Ινστιτούτου μας.

    || (για γυναίκες) αγνότητα• παρθενικότητα.
    2. σεβασμός•

    это для меня большая честь αυτό για μένα είναι μεγάλη τιμή.

    εκφρ.
    в честь – προς τιμή, σε ένδειξη τιμής ή σεβασμού•
    быть в -и – τιμούμαι•
    не сыть в -и – δεν τιμούμαι•
    из -и – ένεκα τιμής•
    к –и – προς τιμή•
    по -и – α) τίμια• έντιμα, β) ειλικρινά, με συνείδηση (καλά)•
    с -ью сделать что – κάνω κάτι με συνείδηση (εξαιρετικά καλό)•
    честь -ью ή честь почестьи – όπως πρέπει, όπως αρμόζει, όπως χρειάζεται•
    - ью (сделать что) – από καλή θέληση, προαιρετικά (κάνω κάτι)•
    иметь честь быть ваш... – έχω την τιμή να είμαι δικός σας...•
    отдать честь – α) στρατ. χαιρετώ, β) παρουσιάσω όπλα. γ) προτιμώ•
    считать ή поставить за честь что – θεωρώ τιμή μου•
    выйти с -ью из чего – βγαίνω έντιμα (από δύσκολη κατάσταση)•
    полечестьи – το πεδίο της τιμής (της μάχης)- судчестьи δικαστήριο τιμής•
    была бы -предложена – αδιαφορώ, μου είναι αδιάφορο (να δεχτώ πρόταση, να συμφωνήσω κλπ.)•
    ваша (его, твоя, их) честь – η εντιμότητα σας (του, σου, τους)•
    принадлежишь честь кому – ανήκει η τιμή σε κάποιον (για εφεύρεση, δημιουργία κ.τ.τ.)•
    честь к место кому παλ. – τιμή και θέση (παράκληση κατάληψης τιμητικής θέσης).
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    παλ. θεωρώ, εκλαμβάνω, παίρνω, λογαριάζω.
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    (παλ. κ. διαλκ.) διαβάζω.

    Большой русско-греческий словарь > честь

См. также в других словарях:

  • προτιμώ — προτιμῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. προτιμέω Α [τιμῶ] τιμώ κάποιον ή κάτι περισσότερο ή τού αποδίδω μεγαλύτερη σημασία, προκρίνω (α. «προτίμησε τον θάνατο από την ατιμία» β. «οὐκ ἐμαίνοντο τὴν σωτηρίαν τοῡ κέρδους προτιμῶντες», Αντιφ.) νεοελλ. 1. μού… …   Dictionary of Greek

  • προτιμώ — προτιμάω / προτιμώ (παρατατ. συνήθως ούσα), προτίμησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προτιμώ — προτίμησα, προτιμήθηκα, τιμώ κάποιον περισσότερο από άλλον, αποδίδω μεγαλύτερη σημασία, προκρίνω: Προτίμησε το θάνατο από την ταπείνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προτιμῶ — προτιμάω honour pres imperat mp 2nd sg προτιμάω honour pres subj act 1st sg (attic epic ionic) προτιμάω honour pres ind act 1st sg (attic epic ionic) προτιμάω honour pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) προτιμάω honour pres ind act 1st… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλομαι — και βουλιέμαι και βουλιούμαι (AM βούλομαι, Α και επιτ. τ. βόλομαι) 1. θέλω, επιθυμώ 2. λογαριάζω, σκέπτομαι να πράξω κάτι νεοελλ. αποφασίζω μσν. (για διάταξη νόμου) καθορίζω αρχ. φρ. 1. «εἰ βούλει» (ευγενική φράση φιλοφροσύνης) αν αγαπάς 2.… …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • ANNULI — originis incertae; fabulae illorum vetustatem a rupe Caucatea repetunt et Promethei vincula eo detorquent. Troianis certe temporibus usum Annuli fuisse ignoratum, Plinius affirmat, hâc ratione ductus, quod Homerus eorum nullam fecerit mentionem,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άρνυμαι — ἄρνυμαι (Α) 1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω 2. αποκτώ, κερδίζω 3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ 4. εκλέγω, προτιμώ 5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα νυ , ο οποίος έχει άμεση… …   Dictionary of Greek

  • αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… …   Dictionary of Greek

  • αιρετίζω — αἱρετίζω (AM) εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ και (επεκτ.) αγαπώ 2. παραδέχομαι (Μ) [αἵρεσις] είμαι αιρετικός, ανήκω σε αίρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱρετός. ΠΑΡ. αἱρετιστής] …   Dictionary of Greek

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»