Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προτιμώ

  • 1 προτιμώ

    (ε), προτιμάω μετ. предпочитать; отдавать предпочтение (кому-чему-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προτιμώ

  • 2 προτιμώ

    [протимотэрос] ρ предпочтительный, лучший.

    Эллино-русский словарь > προτιμώ

  • 3 παρά

    1. πρόθ. I μετά αιτιατ.
    1) (место) при, около, возле, у;

    παρά την δημοσίαν οδόν — около, возле шоссе;

    2) несмотря на, вопреки, против;

    παρά την θέληση — против желания;

    παρά την υπόσχεση — вопреки обещанию;

    παρ' αξίαν незаслуженно;
    παρ' ελπίδα неожиданно, против всякого ожидания; 3) без; без чего-то, без малого;

    πέντε παρά τέταρτο — без четверти пять;

    ένα εκατοστάρικο παρά πέντε δραχμές — сто драхм без пяти;

    4) за исключением, кроме;

    δεν ζητώ παρά την ευύμένειάν σας — я ничего не прошу, кроме вашей благосклонности;

    II μετά γεν.
    1) у; от; со стороны;

    εδανείσθη παρά τού φίλου του — он взял взаймы у своего друга;

    έλαβα παρ' αυτού επιστολήν я получил от него письмо;
    2) в пассивных оборотах:

    πληροφορούμαι παρά τού τάδε — быть информированным кем-л.;

    τό επληροφορήθη παρά τού αδελφού του — он узнал это от своего брата;

    η ενέργεια του επεδοκιμάσθη παρά πάντων — его поступок был одобрен всеми;

    III μετά δοτ. (тк καθαρεύουσα) (при обознач, места) при, около, возле;

    παρά τω υπουργικώ συμβουλίω — при совете министров § έφαγε παρά μίαν τεσσαράκοντα — ему всыпали по первое число;

    παρά ταΰτα — при всём этом, несмотря на это;

    παρά φύσιν — противоестественный;

    μέρα παρά μέρα — через день;

    παρ' ολίγον — или παρά λίγο — или παρά τρίχα — еле-еле, чуть-чуть; — ещё чуть-чуть и всё;

    2. σύνδ. чем, по сравнению с..., нежели;

    προτιμώ να φύγω παρά να περιμένω — я предпочитаю уйти, чем ждать;

    κάλλιο αργά παρά ποτέ — лучше поздно, чем никогда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παρά

См. также в других словарях:

  • προτιμώ — προτιμῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. προτιμέω Α [τιμῶ] τιμώ κάποιον ή κάτι περισσότερο ή τού αποδίδω μεγαλύτερη σημασία, προκρίνω (α. «προτίμησε τον θάνατο από την ατιμία» β. «οὐκ ἐμαίνοντο τὴν σωτηρίαν τοῡ κέρδους προτιμῶντες», Αντιφ.) νεοελλ. 1. μού… …   Dictionary of Greek

  • προτιμώ — προτιμάω / προτιμώ (παρατατ. συνήθως ούσα), προτίμησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προτιμώ — προτίμησα, προτιμήθηκα, τιμώ κάποιον περισσότερο από άλλον, αποδίδω μεγαλύτερη σημασία, προκρίνω: Προτίμησε το θάνατο από την ταπείνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προτιμῶ — προτιμάω honour pres imperat mp 2nd sg προτιμάω honour pres subj act 1st sg (attic epic ionic) προτιμάω honour pres ind act 1st sg (attic epic ionic) προτιμάω honour pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) προτιμάω honour pres ind act 1st… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλομαι — και βουλιέμαι και βουλιούμαι (AM βούλομαι, Α και επιτ. τ. βόλομαι) 1. θέλω, επιθυμώ 2. λογαριάζω, σκέπτομαι να πράξω κάτι νεοελλ. αποφασίζω μσν. (για διάταξη νόμου) καθορίζω αρχ. φρ. 1. «εἰ βούλει» (ευγενική φράση φιλοφροσύνης) αν αγαπάς 2.… …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • ANNULI — originis incertae; fabulae illorum vetustatem a rupe Caucatea repetunt et Promethei vincula eo detorquent. Troianis certe temporibus usum Annuli fuisse ignoratum, Plinius affirmat, hâc ratione ductus, quod Homerus eorum nullam fecerit mentionem,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άρνυμαι — ἄρνυμαι (Α) 1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω 2. αποκτώ, κερδίζω 3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ 4. εκλέγω, προτιμώ 5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα νυ , ο οποίος έχει άμεση… …   Dictionary of Greek

  • αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… …   Dictionary of Greek

  • αιρετίζω — αἱρετίζω (AM) εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ και (επεκτ.) αγαπώ 2. παραδέχομαι (Μ) [αἵρεσις] είμαι αιρετικός, ανήκω σε αίρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱρετός. ΠΑΡ. αἱρετιστής] …   Dictionary of Greek

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»