-
1 προ-τέμνω
προ-τέμνω (s. τέμνω), ion. u. ep. προτάμνω, vorher zerschneiden, vorschneiden, πρίν γ' ὅτε δή σε ὄψου ἄσαιμι προταμών, Il. 9, 489; abschneiden, κορμὸν δ' ἐκ ῥίζης προταμών, Od. 23, 196, dicht an der Wurzel weggeschnitten habend; εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην, wenn ich die Furche lang vor mir hinschnitte od. -zöge, 18, 375. – Uebh. von Etwas abschneiden, vorn aufschneiden.
См. также в других словарях:
προτάμνω — Α (ιων. και επικ. τ.) βλ. προτέμνω … Dictionary of Greek
προτέμνω — ΜΑ, και ιων. και επικ. τ. προτάμνω Α [τέμνω] 1. κόβω κάτι εκ τών προτέρων σε κομμάτια και τό θέτω μπροστά από κάποιον («πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας, ὄψου τ ἄσαιμι προταμών», Ομ. Ιλ.) 2. αποκόπτω («κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών»,… … Dictionary of Greek