-
1 προταμνω
-
2 προτεμνω
эп.-ион. προτάμνω1) предварительно разрезывать (sc. ὄψον Hom.)2) отрезывать, отсекать(κορμὸν ἐκ ῥίζης Hom.)
3) прорезать, прорывать
См. также в других словарях:
προτάμνω — Α (ιων. και επικ. τ.) βλ. προτέμνω … Dictionary of Greek
προτέμνω — ΜΑ, και ιων. και επικ. τ. προτάμνω Α [τέμνω] 1. κόβω κάτι εκ τών προτέρων σε κομμάτια και τό θέτω μπροστά από κάποιον («πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας, ὄψου τ ἄσαιμι προταμών», Ομ. Ιλ.) 2. αποκόπτω («κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών»,… … Dictionary of Greek