Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

προσθέτω

  • 1 газировать

    προσθέτω αέριο/ανθρακικό (διοξείδιο του άνθρακα).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газировать

  • 2 доливать

    προσθέτω, συμπληρώνω, πληρώ, γεμίζω (με υγρό).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доливать

  • 3 прибавить

    -влго -вишь ρ.σ.μ.
    1. βάζω επιπρόσθετα, προσθέτω συμπληρωματικά, βάζω και άλλο, ακόμα λίγο•

    прибавить сахару βάζω ακόμα λίγη ζάχαρη•

    прибавить вина в стакан ρίχνω ακόμα λίγο κρασί στο ποτήρι.

    2. αυξαινω, ανεβάζω•

    -зарплату αυξαίνω τις αποδοχές•

    прибавить огня в лампе ανεβάζω το φως της λάμπας.

    3. βάζω, αυξαίνω κατά το βάρος•

    на курорте она -ла несколько килограммов στη λουτρόπολη αυτή έβαλε κάμποσα κιλά.

    4. αμ. προσθέτω, λέγω•

    не забудьте, -ил он, что я скоро ухожу μην ξεχνάτε, πρόσθεσε αυτός, ότι γρήγορα φεύγω.

    5. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω.
    6. κάνω αριθμητική πρόσθεση•

    прибавить три к семи προσθέτω τρία και εφτά.

    προστίθεμαι, προσθέτομαι, αυξαίνομαι, μεγαλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    день -лся η μέρα μεγάλωσε•

    он -лся на пять килограммов αυτός έβαλε (αύξησε το βάρος του) πέντε κιλά•

    вода -лась η στάθμη του νερού ανέβηκε•

    к бедности -лась ещё и болезнь στη φτώχεια προστέθηκε και η αρρώστεια.

    Большой русско-греческий словарь > прибавить

  • 4 сложить

    сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•

    сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•

    сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.

    2. προσθέτω•

    сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•

    сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.

    3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•

    сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.

    4. χτίζω•

    сложить пчку χτίζω θερμάστρα.

    5. συνθέτω•

    сложить песню συνθέτω τραγούδι•

    сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).

    6. διπλώνω•

    сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.

    || συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•

    сложить нож κλείνω το σουγιά.

    || συμπτύσσω• σταυρώνω•

    сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•

    сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.

    7. κατεβάζω, αποθέτω•

    сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.

    || παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).
    8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.
    εκφρ.
    сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•
    сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•
    сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•
    сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•
    сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).
    1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).
    2. συντίθεμαι.
    3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•

    у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•

    -лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.

    || παίρνω τροπή, φάση, στροφή•

    обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.

    4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•

    характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.

    || αποκτιέμαι.
    5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.
    6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).
    7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση).

    Большой русско-греческий словарь > сложить

  • 5 прибавить

    1. (доложить, насыпать, налить в дополнение к чему-л) συμπληρώνω, προσθέτω 2. (увеличить количество, размер, силу и т.п.) (επ)αυξάνω, μεγαλώνω, ανεβάζω, βάζω 3. (сказать, написать в дополнение) προσθέτω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прибавить

  • 6 включить

    включить 1) (в состав) συμπεριλαμβάνω, προσθέτω 2) (привести в действие) βάζω (μπρος) ανοίγω, ανάβω (свет и т.п.); \включить мотор βάζω μπρος το μοτέρ \включить радио ανοίγω (или ανάβω) το ράδιο \включиться (присоединиться) παίρνω μέρος, συμμετέχω
    * * *
    1) ( в состав) συμπεριλαμβάνω, προσθέτω
    2) ( привести в действие) βάζω (μπρος); ανοίγω, ανάβω (свет и т.п.)

    включи́ть мото́р — βάζω μπρος το μοτέρ

    включи́ть ра́дио — ανοίγω ( или ανάβω) το ράδιο

    Русско-греческий словарь > включить

  • 7 добавить

    добавить, добавлять προσθέτω, συμπληρώνω
    * * *
    = добавлять
    προσθέτω, συμπληρώνω

    Русско-греческий словарь > добавить

  • 8 дополнить

    дополнить, дополнять συμπληρώνω, προσθέτω
    * * *
    = дополнять

    Русско-греческий словарь > дополнить

  • 9 присоединить

    присоединить, присоединять προσθέτω, ενώνω, προσαρτώ \присоединиться ενώνομαι
    * * *
    = присоединять
    προσθέτω, ενώνω, προσαρτώ

    Русско-греческий словарь > присоединить

  • 10 пришивать

    пришивать, пришить προσθέτω (ράβοντας), ενώνω
    * * *
    = пришить
    προσθέτω (ράβοντας), ενώνω

    Русско-греческий словарь > пришивать

  • 11 сложить

    сложить 1) δένω, ταχτοποιώ; \сложить вещи δένω τα πράγματα μου 2) (согнуть) διπλώνω; \сложить газету διπλώνω την εφημερίδα 3) мат. προσθέτω
    * * *
    1) δένω, ταχτοποιώ

    сложи́ть ве́щи — δένω τα πράγματά μου

    2) ( согнуть) διπλώνω

    сложи́ть газе́ту — διπλώνω την εφημερίδα

    3) мат. προσθέτω

    Русско-греческий словарь > сложить

  • 12 вставлять

    вставлять
    несов θέτω, ἐνθέτω, βάζω, τοποθετώ/ προσθέτω, παρεμβάλλω, καταχωρίζω (в текст)! εἰσάγω (вводить):
    \вставлять стекла а) ὑαλοθετώ, περνώ τζάμια, б) βάζω φακούς, περνάω γυαλιά (в очки)· \вставлять камень в оправу βάζω πέτρα στό δαχτυλίδι· ◊ \вставлять словечко προσθέτω μιά λέξη, λέγω μιά κουβέντα.

    Русско-новогреческий словарь > вставлять

  • 13 добавлять

    добав||лять
    несов προσθέτω, συμπληρώνω:
    \добавлятьлять три рубля προσθέτω τρία ρούβλια.

    Русско-новогреческий словарь > добавлять

  • 14 подсыпать

    подсыпать
    сов, подсыпать несов
    1. (прибавить) προσθέτω:
    \подсыпать со́ли в суп προσθέτω ἀλάτι στήν σούπα·
    2. (насыпать тайком) ρίχνω λίγο, χύνω λίγο.

    Русско-новогреческий словарь > подсыпать

  • 15 прибавлять

    прибавлять
    несов προσθέτω, βάζω κι ἄλλο / αὐξάνω (увеличивать):
    \прибавлять сто рублей προσθέτω ἐκατό ρούβλια· \прибавлять шагу ἐπιταχύνω τό βήμα· ◊ \прибавлять в весе παχαίνω.

    Русско-новогреческий словарь > прибавлять

  • 16 присыпать

    присыпать
    сов, присыпать несов
    1. (посыпать) πασπαλίζω, ἐπιπάσσω·
    2. (добавлять) προσθέτω, ρίχνω:
    \присыпать муки́ προσθέτω ἀλεύρι.

    Русско-новогреческий словарь > присыпать

  • 17 надвить

    надовью, надовьшь, παρλθ. χρ. надвил
    -ла, -ло
    - προστκ. надвей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надвитый, βρ: -вит, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. μακραίνω, αβγατίζω κλώθοντας•

    надвить верв-ку αβγατίζω την τριχιά.

    2. συγκλώθω, ενώνω, προσθέτω κλώθοντας•

    надвить к вервке ещё три метра προσθέτω στην τριχιά ακόμα τρία μέτρα.

    Большой русско-греческий словарь > надвить

  • 18 приворотить

    -рочу, -рочишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привороченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω κυλίοντας.
    2. κάμπτω, λυγίζω, γέρνω. || στρέφω, στρίβω, γυρίζω.
    3. επισκέπτομαι περαστικός, περνώ,διαβαίνω. || πλησιάζω πλέονταζ πλέω προς.
    4. μεταφέρω.
    5. προσθέτω, λέγω παραπάνω•

    приворотить слово προσθέτω μια λέξη.

    6. βλ. приворожить.

    Большой русско-греческий словарь > приворотить

  • 19 примесить

    ρ.σ.μ. προσθέτω ανακατώνοντας•

    примесить в тесто муки ανακατώνοντας το ζυμάρι προσθέτω αλεύρι.

    Большой русско-греческий словарь > примесить

  • 20 пристегнуть

    ρ.σ.μ.
    1. κουμπώνω.
    2. ζεύω συμπληρωματικά ή παραπάνω.
    3. μτφ. (απλ.) προσθέτω•

    пристегнуть к рассказу ненужные подробности προσθέτω (βάζω) στο διήγημα άχρηστες λεπτομέρειες.

    1. κουμπώνομαι κλπ. ρ.μ.
    2. ενώνομαι• προστίθεμαι.

    Большой русско-греческий словарь > пристегнуть

См. также в других словарях:

  • προσθέτω — προσθέτω, πρόσθεσα βλ. πίν. 137 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσθέτω — Ν [θέτω] 1. κάνω την αριθμητική πράξη τής πρόσθεσης 2. αυξάνω την ποσότητα ή τη δόση (α. «πρόσθεσε κι άλλο αλεύρι» β. «πρέπει να προσθέσουμε αντιβιοτικά») 3. τοποθετώ κάτι επάνω, δίπλα ή κοντά σε κάτι (α. «πρέπει να προσθέσω και δεύτερο όροφο») 4 …   Dictionary of Greek

  • προσθετώ — έω, Α (εσφ. γρφ.) προστίθημι* …   Dictionary of Greek

  • προσθέτω — πρόσθεσα και προσέθεσα, προστέθηκα, προσθεμένος και προστεθειμένος 1. ενώνω κάτι με άλλο, βάζω κι άλλο: Προσθέστε ακόμη δυο θρανία στην αίθουσα. 2. εκτελώ την αριθμητική πράξη της πρόσθεσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσθέτω — πρόσθετος put to masc/neut nom/voc/acc dual πρόσθετος put to masc/neut gen sg (doric aeolic) πρόσθετος put to masc/fem/neut nom/voc/acc dual πρόσθετος put to masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) προσθέτης accelerating masc gen sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθέτῳ — πρόσθετος put to masc/neut dat sg πρόσθετος put to masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπροσθέτω — προσθέτω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + προσθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Μαργαρίτη Δήμιτσα] …   Dictionary of Greek

  • προσθαφαιρώ — προσθαφαιρῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. προσθέτω ποσά σε λογαριασμό και αφαιρώ άλλα αρχ. προσθέτω ή αφαιρώ ανάλογα με την περίπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσθέτω + ἀφαιρῶ] …   Dictionary of Greek

  • βαρυφορτώνω — και βαριοφορτώνω 1. φορτώνω κάποιον βαριά, του βάζω πολύ φορτίο 2. (για πρόσ.) επιθαρύνω κάποιον, του επιβάλλω δυσανάλογες γι αυτόν υποχρεώσεις 3. (για διακόσμηση) προσθέτω πολλά διακοσμητικά στοιχεία σε κάτι, ώστε να καταντάει ακαλαίσθητο 4.… …   Dictionary of Greek

  • επισυντίθημι — ἐπισυντίθημι (Α) 1. προσθέτω επί πλέον 2. ακουμπώ 3. προσθέτω νέο άρθρο σε προηγούμενη συνθήκη …   Dictionary of Greek

  • επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»