-
21 вставлять
(εν)θέτωπαρεμβάλλωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вставлять
-
22 добавка
το συμπλήρωμα, το πρόσθετο (υλικό), η προσθήκη, η πρόσμειξηпластифицирующая - το μέσον της πλαστικοποίησης, προ-тивоморозная - αντιψυκτικό/αντιπηκτικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > добавка
-
23 добавлять
1. (к чему-л.) προσθέτω 2. (вос-полнять) συμπληρώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > добавлять
-
24 легирование
мет. η προσθήκη στοιχείων στα χαλυβοκράματαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > легирование
-
25 подложить
1. (снизу) βάζω από κάτω 2. (добавить, дополнить) βάζω συμπληρωματικά, προσθέτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подложить
-
26 примешивание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > примешивание
-
27 присоединять
1. (соединять) ενώνω 2. (прикреплять) συνδέω 3. хим. προσθέτω, ενώνω 4. эл. συνδέω, ενώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присоединять
-
28 пристраивать
(к постройке) προσθέτω στην οικοδομήκτίζω συμπληρωματικάεπεκτείνω την οικοδομήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пристраивать
-
29 присыпать
(засыпать, посыпать) (επι)καλύπτω με σκόνη, πασπαλίζω, προσθέτω/συμπληρώνω (κάτι σε χύμα, π.χ. με άμμο, χώμα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присыпать
-
30 протезирование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > протезирование
-
31 складывать
1. мат. προσθέτω 2. (свёр-тывать) διπλώνω 3. (штабелем) στοιβάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > складывать
-
32 при
при 1) κοντά, πλάι, πλησίον при входе ( κοντά) στην είσοδο 2) (в присутствии) μπροστά, ενώπιον при посторонних μπροστά στους ξένους ◇ не иметь при себе чего-л. δεν έχω επάνω (или μαζί) μου κάτι* при случае με την ευκαιρία прибавить, прибавлять προσθέτω* * *1) κοντά, πλάι, πλησίονпри вхо́де — (κοντά) στην είσοδο
2) ( в присутствии) μπροστά, ενώπιονпри посторо́нних — μπροστά στους ξένους
••не име́ть при себе чего́-л. — δεν έχω επάνω ( или μαζί) μου κάτι
при слу́чае — με την ευκαιρία
-
33 прибавить
= прибавлять -
34 ввернуть
ввернутьсов, ввертывать несов1. (ввинчивать) βιδώνω, στερεώνω:\ввернуть лампочку βιδώνω (или βάζω) τή λάμπα;2. (слово, замечание):\ввернуть словечко разг λέω τό δικό μου, προσθέτω καί γώ μιά κουβέντα. -
35 включать
включ||атьнесов1. εἰσάγω, προσθέτω, συμπεριλαμβάνω, ἐνσωματώνω, καταχωρώ:\включать в список καταχωρώ στον κατάλογο· \включать в состав συμπεριλαμβάνω στό προσωπικό· \включать в число συμπεριλαμβάνω·2. тех. θέτω σέ κίνηση, βάζω μπρος:\включать ток δίνω ρεῦμα, συνδέω μέ τό ἡλεκτρικό ρεῦμα· \включать свет ἀνάβω, ἀνοίγω τό φώς· \включать радио ἀνοίγω τό ραδιόφωνο· ◊ \включатьая... συμπεριλαμβανομένου..,, συμπεριλαμβανομένων... -
36 вливать
вливатьнесов, влить сов1. χύνω:\вливать по капле χύνω στάλα-στάλα, ἐνσταλάζω·2. перен (включать) ἐνσωματώνω, προσθέτω· ◊ \вливать новые силы в кого-л. δίνω νέες δυνάμεις σέ κάποιον. -
37 докладывать
докладывать Iнесов1. (делать доклад, сообщать) κά(μ)νω ἐκθεση, ἀναφέρω, ἐκθέτω, είσηγοῦμαι, ἐξιστορώ:\докладывать кому-л. ὁ чем-л. κάνω ἐκθεση, ἀναφέρω σέ κάποιον2. (о ком-л.) ἀναγγέλλω.докладывать IIнесов (добавлять) πΡοσθέτω, γεμίζω. -
38 доливать
доливатьнесов1. (прибавлять) προσθέτω χύνοντας, χύνω λίγο περισσότε-ρο[ν]·2. (стакан, бокал и т. д.) γεμίζω (μέ ὑγρό), πληρώ. -
39 досыпать
досыпать Iнесов:χορταίνω ὕπνο.досыпать IIнесов προσθέτω, ρίχνω κι ἄλλο (добавлять подсыпая)/ γεμίζω ὡς ἐπάνω (доверху).досы́пать IIIсов см. досыпать II. -
40 к
кпредлог с дат. ἡ. ί. (куда-л., по направлению к...) σέ, προς:к югу προς νό-τον приближаться к до́му πλησιάζω στό σπίτι· зайти́ к врачу́ πηγαίνω στό γιατρό-обращаться к прису́тствующим ἀπευθύνομαι προς τους παριστάμενους·2. (вплотную κ) σέ, προς, κοντά:подойти́ к две-ри πλησιάζω στήν πόρτα13. (при указании назначения) γιά, σέ:сухари́ к чаю παξιμάδια γιά τό τσάι·4. (при прикреплении, присоединении) σέ:приклеить что́-л. к чему́-л. κολλῶ κάτι πάνω σέ κάτι· к двум прибавить пять στά δύο προσθέτω πέντε· присоединиться к гуляющим πάω μαζί μ· αὐτούς πού κάνουν περίπατο· к тому́ же ἐπί πλέον, ἐκτος αὐτού·5. (по отношению κ) προς, γιά, σέ, μέ:любовь к детям ἡ ἀγάπη γιά τά παιδιά· ласковый ко всем γλυκομίλητος μέ ὀλους·6. (для) προς, γιά·7. (при обозначении срока) κατά, προς:к пяти́ часам κατά τίς πέντε ἡ ὠρα· к субботе προς τό Σάββατο· к вечеру κατά τό βράδυ· ◊ лицом к лицу́ πρόσωπο μέ πρόσωπο· плечом к плечу́ ὁ ἔνας κοντά στον ἄλλον к слову сказать μιά πού τό ἔφε-ρε ὁ λογος· к лучшему προς τό καλύτερο· к несчастью δυστυχώς· к счастью εὐτυχῶς· к сожалению δυστυχώς· к моему́ большому удовольствию προς μεγάλη μου εὐχαρίστηση.
См. также в других словарях:
προσθέτω — προσθέτω, πρόσθεσα βλ. πίν. 137 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσθέτω — Ν [θέτω] 1. κάνω την αριθμητική πράξη τής πρόσθεσης 2. αυξάνω την ποσότητα ή τη δόση (α. «πρόσθεσε κι άλλο αλεύρι» β. «πρέπει να προσθέσουμε αντιβιοτικά») 3. τοποθετώ κάτι επάνω, δίπλα ή κοντά σε κάτι (α. «πρέπει να προσθέσω και δεύτερο όροφο») 4 … Dictionary of Greek
προσθετώ — έω, Α (εσφ. γρφ.) προστίθημι* … Dictionary of Greek
προσθέτω — πρόσθεσα και προσέθεσα, προστέθηκα, προσθεμένος και προστεθειμένος 1. ενώνω κάτι με άλλο, βάζω κι άλλο: Προσθέστε ακόμη δυο θρανία στην αίθουσα. 2. εκτελώ την αριθμητική πράξη της πρόσθεσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσθέτω — πρόσθετος put to masc/neut nom/voc/acc dual πρόσθετος put to masc/neut gen sg (doric aeolic) πρόσθετος put to masc/fem/neut nom/voc/acc dual πρόσθετος put to masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) προσθέτης accelerating masc gen sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθέτῳ — πρόσθετος put to masc/neut dat sg πρόσθετος put to masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπροσθέτω — προσθέτω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + προσθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Μαργαρίτη Δήμιτσα] … Dictionary of Greek
προσθαφαιρώ — προσθαφαιρῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. προσθέτω ποσά σε λογαριασμό και αφαιρώ άλλα αρχ. προσθέτω ή αφαιρώ ανάλογα με την περίπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσθέτω + ἀφαιρῶ] … Dictionary of Greek
βαρυφορτώνω — και βαριοφορτώνω 1. φορτώνω κάποιον βαριά, του βάζω πολύ φορτίο 2. (για πρόσ.) επιθαρύνω κάποιον, του επιβάλλω δυσανάλογες γι αυτόν υποχρεώσεις 3. (για διακόσμηση) προσθέτω πολλά διακοσμητικά στοιχεία σε κάτι, ώστε να καταντάει ακαλαίσθητο 4.… … Dictionary of Greek
επισυντίθημι — ἐπισυντίθημι (Α) 1. προσθέτω επί πλέον 2. ακουμπώ 3. προσθέτω νέο άρθρο σε προηγούμενη συνθήκη … Dictionary of Greek
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek