Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

συμπληρώνω

См. также в других словарях:

  • συμπληρώνω — συμπληρώνω, συμπλήρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμπληρώνω — συμπληρῶ, όω, ΝΜΑ 1. καθιστώ πλήρες κάτι, προσθέτω ό,τι τού λείπει (α. «συμπληρώνω τα κενά» β. «ἕν τι τῶν συμπληρούντων τοῡτο», Πλωτίν. γ. «συμπεπληρωμένα πᾱσι τοῑς οἰκείοις μορίοις», Αριστοτ.) 2. ολοκληρώνω, αποτελειώνω («συμπληρώσας τὸν λόγον» …   Dictionary of Greek

  • συμπληρώνω — συμπλήρωσα, συμπληρώθηκα, συμπληρωμένος 1. γεμίζω, προσθέτω αυτό που λείπει από κάτι για να ολοκληρωθεί: Συμπλήρωσαν δύο λεωφορεία με εκδρομείς. – Συμπληρώθηκε το ποσό των 100.000 ευρώ. – Συμπλήρωσε τα κενό που είχε σ αυτό το μάθημα. – Συμπλήρωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαραντίζω — Ν [σαράντα] (αμτβ.) 1. συμπληρώνω σαράντα χρόνια, σαρανταρίζω, («σαράντισε ο μεγάλος γιος του») 2. (για λεχώνα) συμπληρώνω σαράντα ημέρες από την ημέρα τού τοκετού, οπότε και παίρνω ευχή καθαρισμού από τον ιερέα 3. (για βρέφος) συμπληρώνω σαράντα …   Dictionary of Greek

  • αναπληρώνω — (Μ ἀναπληρώνω, Α ἀναπληρῶ, όω) 1. συμπληρώνω κάτι ελλιπές ή τό αντισταθμίζω με κάτι άλλο 2. παίρνω τη θέση κάποιου προσωρινά ή οριστικά, τόν αντικαθιστώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. γεμίζω το κενό μέρος, καλύπτω, συμπληρώνω 2. πληρώνω ολόκληρο το χρηματικό… …   Dictionary of Greek

  • πληρώ — όω, ΝΜΑ, και πληρώνω Ν [πλήρης] νεοελλ. μτφ. φέρνω σε πέρας, εκπληρώνω, ανταποκρίνομαι («το νέο κτήριο πληροί όλους τους όρους υγιεινής») νεοελλ. αρχ. καθιστώ κάτι πλήρες, γεμίζω κάτι εντελώς με κάτι άλλο μσν. μεγαλώνω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς με… …   Dictionary of Greek

  • εξαρτίζω — (AM ἐξαρτίζω) [αρτίζω] μσν. νεοελλ. εφοδιάζω κάτι και ειδικότερα πλοίο ή στόλο με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, αρματώνω, εξοπλίζω αρχ. 1. κάνω κάτι άρτιο, τέλειο, συμπληρώνω 2. παρασκευάζω, ετοιμάζω («ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῡ θεοῡ ἄνθρωπος, πρὸς πᾱν… …   Dictionary of Greek

  • κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …   Dictionary of Greek

  • κομπλεύω — (Μ) συμπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. compleo «συμπληρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • κομπλιμέντο — το φιλοφρόνηση, έπαινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. complimento < ισπ. cumplimiento < cumplir «συμπληρώνω, ολοκληρώνω είμαι ευγενικός» (< λατ. complere «συμπληρώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • προσαναπληρώ — όω, ΜΑ 1. γεμίζω εντελώς κάτι 2. συμπληρώνω κάτι επιπροσθέτως («τὰ ἐλλείποντα προσαναπληροῡν», Απολλ. Δύσκ.) αρχ. μέσ. προσαναπληροῡμαι, όομαι γεμίζω κάτι εντελώς προσθέτοντας κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναπληρῶ «γεμίζω το κενό μέρος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»