-
1 προσεβησετο
-
2 προσεβήσετο
προσβαίνωput one's foot against: aor ind mid 3rd sg (epic) -
3 κραιπνός
A swift, rushing, Βορέης, θύελλαι, Od.5.385, 6.171;πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι Il.16.671
, 681: in Hom. freq.ποσσὶ κραιπνοῖσι Il.23.749
, etc.;κραιπνῷ ποδί A.Pers.95
(lyr.);πηδήμασιν κραιπνοῖσι S.Ichn.213
;κ. βέλος Pi.P.4.90
; κυλινδέσκοντο -ότεραι ἢ ἀνέμων στίχες, of the Symplegades, ib. 209;σθένει κραιπνοί Id.Fr. 133
: metaph., hasty, rash, κραιπνότερος νόος, of a youth, Il.23.590. Adv. -νῶς, ἀνόρουσε 10.162
;προσεβήσετο 14.292
;διέπτατο 15.83
;θέομεν Od.8.247
: neut. pl. as Adv.,κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς 17.27
;κ. διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι Il.5.223
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραιπνός
-
4 προσβαίνω
προσβαίνω, [dialect] Dor. [pref] ποτι- Sophr. in Stud.Ital.10.123: [tense] fut. - βήσομαι: [tense] aor. 2 προσέβην: [tense] aor. [voice] Med. προσεβήσατο, [dialect] Ep.A- ετο Il.14.292
:— put one's foot against, Hom. (who uses only [tense] aor. [voice] Act. and [voice] Med.), ; πρὸς τὸ κάτω τοῦ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ π., so as to get a purchase in drawing it, X.An.4.2.28; .2 approach, c. acc. loci, in Hom. mostly of mountains or heights,Ἥρη.. προσεβήσετο Γάργαρον ἄκρον Il.14.292
, cf. 2.48, 23.117, Od.21.5, Hes.Sc.33, A.Pr. 130 (lyr.), E.Alc. 480, etc.; ἐς ἄλσος, ἐς τὴν Αάκαιναν, S.OC 125 (lyr.), X.HG7.1.29; l.c.<*> c. dat., τῷ τείχει π. Pl.Phdr. 227d, etc.3 mount, ascend,κατά τι Hdt.1.84
, cf. Plb.7.17.4;πρὸς λόφον Id.1.30.10
, etc.; ὄρει π. climb up a mountain, of a town, Philostr.VA2.9;τοῦ ποταμοῦ πρὸς πάντα τὰ χώματα προσβαίνοντος PPetr.2p.22
(iii B.C.).4 abs., walk,π. μακράν S.Ph.42
.5 metaph., come upon, τίς σε.. προσέβη μανία; Id.OT 1300 (anap.);ἄλλοις ἄλλα π. ὀδύνα E.IT 195
(lyr.).c join a group,ἐπίκρισις τῶν -βαινόντων εἰς τοὺς ἀπὸ γυμνασίου POxy. 257.5
(i A.D.), cf. Sammelb.7440.10 (ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσβαίνω
-
5 προςβαίνω
προς-βαίνω, aor. 2 προσέβην, 3 pl. προσέβαν, mid. aor. προσεβήσετο: go to, arrive at, step upon.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προςβαίνω
См. также в других словарях:
προσεβήσετο — προσβαίνω put one s foot against aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)