Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προσέβην

См. также в других словарях:

  • προσέβην — προσβαίνω put one s foot against aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) προσβαίνω put one s foot against aor ind act 1st sg προσσέβω worship pres inf act (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρομάς — η (Α δρομάς, ο, η) νεοελλ. 1. είδος καμήλας η οποία χαρακτηρίζεται από την παρουσία μιας μόνο καμπούρας στη ράχη και από το πλαγιοδιποδικό της βάδισμα 2. πτηνό με φτερά λευκά και μαύρα, με πολύ δυνατό ράμφος και μακριά πόδια αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»