-
1 προσέβην
προσβαίνωput one's foot against: aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)προσβαίνωput one's foot against: aor ind act 1st sgπροσσέβωworship: pres inf act (doric aeolic) -
2 προσβαίνω
προσβαίνω 2 aor. προσέβην (Hom., Hdt., Trag. X., ins, pap; 1 Esdr 4:53; 8:1; Jdth 4:7; 7:10; Joseph.) approach in our lit. only abs. (Soph., Phil. 42) προσέβην μικρόν I drew a little closer Hv 4, 1, 5. -
3 προσβαινω
(fut. προσβήσομαι, aor. 2 προσέβην)1) наступать(τῷ ἀριστερῷ ποδί Xen.)
λὰξ προσβάς Hom. — наступив ногой2) подступать, подходить(κνημοὺς Ἴδης Hom.; τῷ τείχει Plat.)
3) восходить, подниматься(κατὰ τοῦτο τῆς ἀκροπόλιος Her.; τόνδε πάγον Aesch.; πρὸς τὸν λόφον Polyb.)
4) вступать, входить(ἐς ἄλσος Soph.; εἰς τέν Λάκαιναν Xen.)
5) идти впередπῶς γὰρ ἂν νοσῶν ἀνέρ κῶλον προσβαίη μακράν ; Soph. — как же человек с больной ногой мог бы далеко зайти?
6) перен. находить, охватывать(τίς σε προσέβη μανία; Soph.)
7) привходить, прибавляться -
4 προσεβαν
-
5 προσβαίνω
προσβαίνω, [dialect] Dor. [pref] ποτι- Sophr. in Stud.Ital.10.123: [tense] fut. - βήσομαι: [tense] aor. 2 προσέβην: [tense] aor. [voice] Med. προσεβήσατο, [dialect] Ep.A- ετο Il.14.292
:— put one's foot against, Hom. (who uses only [tense] aor. [voice] Act. and [voice] Med.), ; πρὸς τὸ κάτω τοῦ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ π., so as to get a purchase in drawing it, X.An.4.2.28; .2 approach, c. acc. loci, in Hom. mostly of mountains or heights,Ἥρη.. προσεβήσετο Γάργαρον ἄκρον Il.14.292
, cf. 2.48, 23.117, Od.21.5, Hes.Sc.33, A.Pr. 130 (lyr.), E.Alc. 480, etc.; ἐς ἄλσος, ἐς τὴν Αάκαιναν, S.OC 125 (lyr.), X.HG7.1.29; l.c.<*> c. dat., τῷ τείχει π. Pl.Phdr. 227d, etc.3 mount, ascend,κατά τι Hdt.1.84
, cf. Plb.7.17.4;πρὸς λόφον Id.1.30.10
, etc.; ὄρει π. climb up a mountain, of a town, Philostr.VA2.9;τοῦ ποταμοῦ πρὸς πάντα τὰ χώματα προσβαίνοντος PPetr.2p.22
(iii B.C.).4 abs., walk,π. μακράν S.Ph.42
.5 metaph., come upon, τίς σε.. προσέβη μανία; Id.OT 1300 (anap.);ἄλλοις ἄλλα π. ὀδύνα E.IT 195
(lyr.).c join a group,ἐπίκρισις τῶν -βαινόντων εἰς τοὺς ἀπὸ γυμνασίου POxy. 257.5
(i A.D.), cf. Sammelb.7440.10 (ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσβαίνω
-
6 προςβαίνω
προς-βαίνω, aor. 2 προσέβην, 3 pl. προσέβαν, mid. aor. προσεβήσετο: go to, arrive at, step upon.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > προςβαίνω
См. также в других словарях:
προσέβην — προσβαίνω put one s foot against aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) προσβαίνω put one s foot against aor ind act 1st sg προσσέβω worship pres inf act (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρομάς — η (Α δρομάς, ο, η) νεοελλ. 1. είδος καμήλας η οποία χαρακτηρίζεται από την παρουσία μιας μόνο καμπούρας στη ράχη και από το πλαγιοδιποδικό της βάδισμα 2. πτηνό με φτερά λευκά και μαύρα, με πολύ δυνατό ράμφος και μακριά πόδια αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek