-
1 προσβάλλω
[прозвалло] р. оскорблять, (ιατρ.) поражать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσβάλλω
-
2 обидеть
-
3 оскорбить
-
4 оскорбление
оскорбление с η προσβολή, η εξύβριση· наносить \оскорбление προσβάλλω* * *сη προσβολή, η εξύβρισηнаноси́ть оскорбле́ние — προσβάλλω
-
5 надругаться
надруга́||тьсясов βεβηλώνω / ὑβρίζω, προσβάλλω (оскорбить)/ ἀτιμάζω (обесчестить):\надругатьсяться над чьими-л. чувствами προσβάλλω τά αίσθήματα κάποιου. -
6 уязвлять
уязв||лятьнесов προσβάλλω, θίγω:\уязвлятьи́ть самолюбие προσβάλλω τή φιλοτιμία. -
7 надругаться
ρ.σ. (над кем) προσβάλλω, εμπαίζω, χλευάζω,περιγελώ•надругаться над чьими-л. чувствами προσβάλλω τα αισθήματα κάποιου•
надругаться над чьими-н. горем, слезами γελώ με τη δυστυχία, τα δάκρυα κάποιου.
-
8 оскорбить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оскорбленный, βρ: -лен, -лена, -летоρ.σ.μ.προσβάλλω, θίγω, πληγώνω βρίζω•он -ил мою честь αυτός μου πρόσβαλε την τιμή•
-самолюбие προσβάλλω το φιλότιμο•
оскорбить действием βιοπραγώ.
|| ταπεινώνω• εξευτελίζω.προσβάλλομαι, θίγομαι, πειράζομαι. -
9 воздействовать
επιδρώ, επενεργώ, προσβάλλω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воздействовать
-
10 атаковать
атак||оватьсов и несов προσβάλλω, ἐπιπίπτω, ἐπιτίθεμαι. -
11 больно
больно I1. нареч ἀλγεινά [-ῶς]/ σκληρά, ἄγρια, ἀγρίως (жестоко):\больно ударить χτυπῶ δυνατά; \больно обидеть πειράζω (или προσβάλλω) πολύ;2. предик безл:\больно πονεϊ, πονάει; мне \больно πονῶ.больно IIнареч (очень) разг πολύ:\больно много ты говоришь λες πολλά λόγια. -
12 задевать
задевать Iнесов1. (касаться) ἀγγίζω, ἀκουμπώ κάτι κάποιον, θίγω, ἀγγίζω·2. перен (затрагивать) θίγω, προσβάλλω:\задевать самолюбие θίγω κάποιον στό φιλότιμο· \задевать чьи́-л. интересы θίγω τά συμφέροντα κάποιου· \задевать кого-л. πειράζω πολύ, συγκινώ βαθειά.задевать IIсов разг χώνω, βάζω (засунуть)! βάζω, ξεχνώ ποῦ τό βάζω κάτι (затерять). -
13 коробить
короби||тьнесов1. (кривить, выгибать \коробить от жара и т. п.) κάνω νά ζαρώνει·2. перен разг προσβάλλω, πειράζω, σοκάρω; меня \коробитьт от его́ слов μέ πειράζουν τά λόγια του. -
14 наносить
наносить Iсов (приносить) φέρνω, φέρω, κουβαλώ.наносить IIнесов1. (нагромождать) ἀποθέτω (откладывать \наносить о воде)/ μαζεύω, στοιβάζω (снег, песок и т. п.)·2. (на карту и т. п.) σημειώνω:\наносить краски на холст χρωματίζω τό παννό· \наносить на бумагу καταγράφω, γράφω·3. (причинять) ἐπιφέρω, καταφέρω:\наносить удар καταφέρω κτύπημα· \наносить ущерб προξενώ ζημίαν \наносить оскорбление ἐξυβρίζω, προσβάλλω· \наносить поражение νικώ· ◊ \наносить визит ἐπισκέπτομαι κάποιον. -
15 ненароком
ненарокомнареч разг ἀθελα, τυχαία, κατά τύχη:зайти куда-л, \ненароком πηγαίνω κάπου τυχαία· боюсь, \ненароком его обидеть φο-βοῦμαι μήπως ἀθελα μου τόν προσβάλλω. -
16 обида
оби́д||аж ἡ προσβολή, τό πείραγμα, ἡ ἀδικία:терпеть \обидаы ἀνέχομαι προσβολές· быть в \обидае на кого-л. εἶμαι δυσαρεστημένος μέ κάποιον он на меня в \обидае εἶναι κακιωμένος μαζύ μου· наносить \обидау προσβάλλω κάποιον· проглотить \обидау καταπίνω τή προσβολή· не давать себя в \обидау δέν ἐπιτρέπω νά μέ προσβάλλουν· не в \обидау будь сказано разг νά μή σοῦ κακοφανεϊ. -
17 обижать
обижатьнесов1. προσβάλλω, πειράζω, θίγω·2. (обделять, тж. чем) ἀδικῶ. -
18 оскорбление
оскорб||лениес ἡ προσβολή, ἡ υβρις / ἡ λοιδορία, ἡ ἐξύβρισις (словом):тяжелое \оскорблениеление ἡ βαρειά προσβολή· наносить \оскорблениеление προσβάλλω· подвергаться \оскорблениелению ὑφίσταμαι προσβολήν. -
19 оскорблять
оскорб||лятьнесов ὑβρίζω, προσβάλλω:\оскорблятьлять действием βιαιοπραγώ. -
20 поражать
поражатьнесов1. (наносить удар) κτυπώ, πλήττω:\поражать насмерть κτυπώ θανάσιμά2. (удивлять) κάνω κατάπληξη, προξενώ Εκπληξιν, καταπλήττω, ἐκπλήσσω, ἐκπλήττω:я был поражен... ἔμεινα κατάπληκτος...·3. (о болезни) προσβάλλω, κτυπώ \поражаться μένω κατάπληκτος, μένω Εκθαμβος, ἐμβρόντητος.
См. также в других словарях:
προσβάλλω — strike pres subj act 1st sg προσβάλλω strike pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβάλλω — προσβάλλω, πρόσβαλα και προσέβαλα βλ. πίν. 146 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσβάλλω — ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [βάλλω] κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῑχος» Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα») 2.… … Dictionary of Greek
προσβάλλω — πρόσβαλα και προσέβαλα, προσβλήθηκα, προσβλημένος 1. κάνω επίθεση ενάντια σε κάποιον: Προσβάλλω τον εχθρό. – Προσβάλλω το φρούριο. 2. πιάνω, βλάπτω, βρίσκω: Τον πρόσβαλε η γρίπη. 3. θίγω κάποιον, φέρομαι υβριστικά σε κάποιον, μειώνω, εξευτελίζω:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσβάλῃ — προσβάλλω strike aor subj mp 2nd sg προσβάλλω strike aor subj act 3rd sg προσβά̱λῃ , προσβάλλω strike aor subj mid 2nd sg (doric) προσβά̱λῃ , προσβάλλω strike aor subj act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβαλοῦσι — προσβάλλω strike aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσβάλλω strike fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) προσβάλλω strike fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβαλοῦσιν — προσβάλλω strike aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσβάλλω strike fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) προσβάλλω strike fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβεβλημένα — προσβάλλω strike perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) προσβεβλημένᾱ , προσβάλλω strike perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) προσβεβλημένᾱ , προσβάλλω strike perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβάλλετε — προσβάλλω strike pres imperat act 2nd pl προσβάλλω strike pres ind act 2nd pl προσβάλλω strike imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβάλλῃ — προσβάλλω strike pres subj mp 2nd sg προσβάλλω strike pres ind mp 2nd sg προσβάλλω strike pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβάλω — προσβάλλω strike aor subj act 1st sg προσβά̱λω , προσβάλλω strike aor subj act 1st sg (doric) προσβά̱λω , προσβάλλω strike aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)