-
1 злиться
θυμώνω, οργίζομαι -
2 обидеться
θυμώνω, προσβάλλομαι -
3 возмутиться
-
4 негодовать
-
5 злобить
-йлю, -бишьρ.δ.μ. παλ. οργίζω, θυμώνω, ερεθίζω, χολώνω, φουρκίζω.οργίζομαι, θυμώνω, ερεθίζομαι, φουρκίζομαι, κακιώνω. -
6 прогневать
ρ.σ.μ.(απλ.) θυμώνω, παροργίζω, παροξύνω.θυμώνω, παροργίζομαι.εκφρ.не -айся – α) παλ. με συγχωρείτε (μη θυμώνετε, β) ειρν. μη θυμώνεις (εσύ ο ίδιος φταις)•не послушался меня, теперь уже не -айся – δε με άκουσες, τώρα πια μη θυμώνεις. -
7 разгневать
ρ.σ.μ., εξοργίζω, εξερεθιζω• θυμώνω, χολώνω, πικάρω• παροργίζω.θυμώνω, χολώνω• παροργιζομαι. -
8 раздражить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздраженный, βρ: • -жен, -жена, -оρ.σ.1. θυμώνω, εξάπτω, παροργίζω• αγριεύω.2. ερεθίζω•раздражить нерв ερεθίζω το νεύρο•
раздражить рану ερεθίζω την πληγή•
раздражить глэз ερεθίζω το μάτι.
3. κεντώ, διεγείρω•раздражить аппетит διεγείρω την όρεξη.
1. θυμώνω, εξάπτομαι, παροργίζομαι.2. ερεθίζομαι•кожа -лась το δέρμα ερεθίστηκε•
нерв -лся το νεύρο ερεθίστηκε.
-
9 сердить
сержу, сердишьρ.δ.μ. οργίζω, εξοργίζω, παροργιζω, θυμώνω, χολώνω, αψώνω.οργίζομαι, θυμώνω, κακιώνω κλπ. ρ.μ. -
10 ярить
ярю, яришь, ρ.δ.μ. παλ. θυμώνω, εξοργίζω• παροργίζω, αψώνω.θυμώνω, εξοργίζομαι• αψώνω. || μτφ. μαίνομαι, λυσσομανώ. -
11 злить
-
12 обидеть
-
13 сердить
= сердиться -
14 вскипать
вскипатьнесов, вскипеть сов1. βράζω (άμετ.), κοχλάζω·2. перен разг θυμώνω, ἀνάβω, ἀφαρπάζομαι, ἀρπάζομαι. -
15 гнев
гневм ἡ ὀργή, ὁ θυμός:вспышка \гнева ἡ ἔκρηξη ὁργής· излить свой \гнев на кого-л. ξεσπάω τό θυμό μου σέ κάποιον ◊ сменить \гнев на милость παύω νά θυμώνω, μαλακώνω. -
16 дуться
дутьсянесов разг θυμώνω, τά κατεβάζω, πεισμώνω, κρεμώ τά μούτρα μου. -
17 ершиться
ершитьсянесов разг πεισματώνομαι, θυμώνω. -
18 злиться
злить||сяἐρεθίζομαι, ἐξοργίζομαι / θυμώνω (сердиться). -
19 кукситься
кукситьсянесов разг κατεβάζω μούτρα, θυμώνω. -
20 обозлить
обозлитьсов ἐξοργίζω, ἐξαγριώνω, θυμώνω.
См. также в других словарях:
θυμώνω — θυμώνω, θύμωσα, θυμωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… … Dictionary of Greek
θυμώνω — θύμωσα, θυμωμένος 1. οργίζομαι: Θύμωσε ο πατέρας του και τον μάλωσε. 2. κακιώνω, ψυχραίνομαι με κάποιον: Είναι θυμωμένος και δε μου μιλάει. – Θύμωσε μ αυτά που του είπα και έφυγε από το σπίτι μας. 3. μτφ., αγριεύω: Θύμωσε η θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταθυμώνω — θυμώνω πάρα πολύ … Dictionary of Greek
μανίζω — θυμώνω, μανιάζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
κακώνω — (AM κακῶ, όω, Μ και κακώνω) [κακός] κάνω κακό σε κάποιον, κακοποιώ, κακομεταχειρίζομαι κάποιον μσν. 1. (μτβ. με σύστ. αντικ.) θυμώνω, οργίζομαι 2. μέσ. α) (μτβ.) κακώνομαι κρατώ κακία σε κάποιον β) (αμτβ.) θυμώνω, οργίζομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
παραμανίζω — (στον Ερωτόκρ.) οργίζομαι πάρα πολύ, θυμώνω υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μανίζω «θυμώνω»] … Dictionary of Greek
χώομαι — Α (επικ. τ.) 1. οργίζομαι, θυμώνω 2. (σπάν.) ταράζομαι, συγχύζομαι 3. (με γεν. προσ. ή πραγμ.) εξοργίζομαι εξαιτίας κάποιου 4. (με δοτ. προσ. και αιτ. πραγμ.) θυμώνω με κάποιον για κάτι («μή μοι τόδε χώεο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο φωνηεντισμός… … Dictionary of Greek
εξοργίζω — εξόργισα, εξοργίστηκα, εξοργισμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εξερεθίζω, τον θυμώνω. 2. το μέσ., εξοργίζομαι με πιάνει οργή, θυμώνω πολύ, φουρκίζομαι, γίνομαι έξω φρενών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)