Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

θυμώνω

См. также в других словарях:

  • θυμώνω — θυμώνω, θύμωσα, θυμωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… …   Dictionary of Greek

  • θυμώνω — θύμωσα, θυμωμένος 1. οργίζομαι: Θύμωσε ο πατέρας του και τον μάλωσε. 2. κακιώνω, ψυχραίνομαι με κάποιον: Είναι θυμωμένος και δε μου μιλάει. – Θύμωσε μ αυτά που του είπα και έφυγε από το σπίτι μας. 3. μτφ., αγριεύω: Θύμωσε η θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταθυμώνω — θυμώνω πάρα πολύ …   Dictionary of Greek

  • μανίζω — θυμώνω, μανιάζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • κακώνω — (AM κακῶ, όω, Μ και κακώνω) [κακός] κάνω κακό σε κάποιον, κακοποιώ, κακομεταχειρίζομαι κάποιον μσν. 1. (μτβ. με σύστ. αντικ.) θυμώνω, οργίζομαι 2. μέσ. α) (μτβ.) κακώνομαι κρατώ κακία σε κάποιον β) (αμτβ.) θυμώνω, οργίζομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

  • παραμανίζω — (στον Ερωτόκρ.) οργίζομαι πάρα πολύ, θυμώνω υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μανίζω «θυμώνω»] …   Dictionary of Greek

  • χώομαι — Α (επικ. τ.) 1. οργίζομαι, θυμώνω 2. (σπάν.) ταράζομαι, συγχύζομαι 3. (με γεν. προσ. ή πραγμ.) εξοργίζομαι εξαιτίας κάποιου 4. (με δοτ. προσ. και αιτ. πραγμ.) θυμώνω με κάποιον για κάτι («μή μοι τόδε χώεο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο φωνηεντισμός… …   Dictionary of Greek

  • εξοργίζω — εξόργισα, εξοργίστηκα, εξοργισμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εξερεθίζω, τον θυμώνω. 2. το μέσ., εξοργίζομαι με πιάνει οργή, θυμώνω πολύ, φουρκίζομαι, γίνομαι έξω φρενών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»