-
1 оскорбиться
-
2 обидеть
-
3 обидеться
θυμώνω, προσβάλλομαι -
4 оскорбить
-
5 обижаться
обижать||сяπροσβάλλομαι, πειράζομαι, θίγομαι. -
6 оскорбляться
оскорб||лятьсяπροσβάλλομαι, πειράζομαι. -
7 ощутить
ощутитьсов, ощущать несов αἰσθάνομαι, νοιώθω:\ощутить обиду προσβάλλομαι. -
8 разобидеться
разобидеть||сяπροσβάλλομαι, θίγομαι, πειράζομαι, πικραίνομαι. -
9 амбиция
-и θ.φιλότιμο, εγωισμός• αλαζονεία, κομπορρημοσύνη•задеть чью-н.амбицияю θίγω το φιλότιμο κάποιου.
εκφρ.вломиться (ή удариться, войти – κ, τ.τ.) в -ю προσβάλλομαι, θίγομαι πολύ στο φιλότιμο. -
10 афронт
-а α.παλ. προσβολή• βρισιά•потерпеть афронт προσβάλλομαι.
-
11 изобидеть
-ижу, -идешь ρ.σ.μ. (απλ.) θίγω προσβάλλω χοντρικά καταντροπιάζω.θίγομαι, προσβάλλομαι χοντρικά,καταντροπιάζομαι. -
12 обидеть
-ижу, -йдишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обиженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. θίγω, προσβάλλω.2. δυσαρεστώ, κακοφανίζω.3. στερώ, αδικώ•природа не -ла талантом η φύση δεν τον αδίκησε σε ταλέντο.
προσβάλλομαι, θίγομαι. -
13 оскорбить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оскорбленный, βρ: -лен, -лена, -летоρ.σ.μ.προσβάλλω, θίγω, πληγώνω βρίζω•он -ил мою честь αυτός μου πρόσβαλε την τιμή•
-самолюбие προσβάλλω το φιλότιμο•
оскорбить действием βιοπραγώ.
|| ταπεινώνω• εξευτελίζω.προσβάλλομαι, θίγομαι, πειράζομαι. -
14 подвергнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. подверг κ. παλ. подвергнул, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвергнутый, βρ: -нут, -а, -о п. παλ. подверженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. με δοτ. υποβάλλω, βάζω, εκθέτω σε•-наказанию υποβάλλω σε τιμωρία (τιμωρώ)•
критике υποβάλλω σε κριτική (κριτικάρω)•
-обсуждению βάζω υπο συζήτηση•
подвергнуть опасности βάζω (εκθέτω) σε κίνδυνο•
подвергнуть себя риску ριψοκινδυνεύω•
подвергнуть побоям ξυλοκοπώ.
υποβάλλομαι, εκτίθεμαι σε υφίσταμαι, υπόκειμαι•подвергнуть опасности εκτιθεμαι σε κίνδυνο•
насмешкам γίνομαι αντικείμενο γέλιου, γελοιοποιούμαι•
подвергнуть штрафу υπόκειμαι σε πρόστιμο, προστιμάρομαι•
подвергнуть оскорблению υφίσταμαι προσβολή, προσβάλλομαι.
-
15 разобидеть
См. также в других словарях:
προσβάλλομαι — προσβάλλομαι, προσβλήθηκα, προσ(βε)βλημένος βλ. πίν. 147 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσβάλλομαι — προσβάλλω strike pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοπροσβάλλομαι — προσβάλλομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν προσβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + προσβάλλω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
δρωπικιάζω — προσβάλλομαι ή πάσχω από υδρωπικία … Dictionary of Greek
ηλιοκρούζομαι — και λιοκρούζομαι και λιοκρούγομαι προσβάλλομαι από ίκτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κρούζομαι «προσβάλλομαι», ευφημιστική πιθ. δήλωση] … Dictionary of Greek
καταχειμάζομαι — (AM) προσβάλλομαι από κακοκαιρία, από τρικυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χειμάζομαι «προσβάλλομαι από καταιγίδα, από τρικυμία»] … Dictionary of Greek
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek
πλευριτώνω — Ν [πλευρίτης] 1. κάνω κάποιον να πάθει πλευρίτιδα («μάς έχεις μέσα στα ρεύματα και θα μάς πλευριτώσεις») 2. κάνω κάποιον να κρυολογήσει 3. (ενεργ. αμτβ. και παθ.) πλευριτώνω και πλευριτώνομαι α) προσβάλλομαι από πλευρίτιδα β) προσβάλλομαι από… … Dictionary of Greek
πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ … Dictionary of Greek
συλλεπρούμαι — όομαι, Α προσβάλλομαι από λέπρα μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λεπροῦμαι «προσβάλλομαι από λέπρα»] … Dictionary of Greek
αβδελλιάζω — [αβδέλλα] 1. γεμίζω βδέλλες «το νερό αβδέλλιασε» 2. προσβάλλομαι από διστομίαση, «κλαπατσιάζω» 3. κάνω αφαίμαξη χρησιμοποιώντας βδέλλες … Dictionary of Greek