-
1 πληγώνω
[плигоно] р. ранить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πληγώνω
-
2 пронзить
-нжу, -нзишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронзнный, βρ: -зн, -зена, -зеноρ.σ.μ.1. διατρυπώ, διαπερνώ•пронзить насквозь διατρυπώ πέρα-πέρα•
пронзить штыком λογχίζω διαμπερώς.
2. μτφ. θλίβω, βασανίζω, προξενώ άλγος, πληγώνω•пронзить больго сердце πληγώνω την καρδιά•
душу πληγώνω την ψυχή.
-
3 обидеть
-
4 ранить
-
5 язвить
-влю, -вишьρ.δ.μ. παλ.1. πληγώνω; τραυματίζω• κεντρίζω, σουβλίζω.2. παλ. μτφ. προσβάλλω, πληγώνω ψυχικά.3. μιλώ τσουχτερά, δηκτικά, χύνω φαρμάκι. || κοροϊδεύω, χλευάζω• εμπαίζω. -
6 травмировать
τραυματίζω, πληγώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > травмировать
-
7 повреждать
повре||жда́тьнесов (что-л.) χαλ(ν)ῶ (машину и т. п.) / χτυπῶ, πληγώνω, τραυματίζω (руку, ногу и т. п.). -
8 подстреливать
подстреливатьнесов, подстрелить сов κτυπώ, πληγώνω (μέ σφαίρα). -
9 поранить
поранитьсов τραυματίζω, πληγώνω. -
10 ранить
ранитьсов и несов прям., перен πληγώνω, τραυματίζω, λαβώνω. -
11 расшибать
расшибатьнесов, расшибить сов1. (ушибать) πληγώνω, μωλωπίζω, χτυπώ (μετ У2. (разбивать) разг σπάνω, θρυμματίζω. -
12 тереть
теретьнесов1. τρίβω:\тереть глаза (ру́ки) τρίβω τά μάτια (τά χέρια)·2. (натирать до блеска) γυαλίζω·3. (мельчить) τρίβω, κόβω, κοπανίζω:\тереть табак κόβω τόν καπνό· \тереть миндаль κοπανίζω ἀμύγδαλα· \тереть краски τρίβω τήν μπογιά· \тереть на терке τρίβω στον τρίφτη, ξύνω·4. (причинять боль) πληγώνω:ботинок трет τό παπούτσι μοὔκανε πληγή. -
13 ранить
[ράνιτ*] ρ. πληγώνω -
14 расшибать
[ρασσυμπάτ'] ρ. πληγώνω -
15 ранить
[ράνιτ'] ρ πληγώνω -
16 расшибать
[ρασσυμπάτ'] ρ πληγώνω -
17 задеть
-дену, -денешь; προστκ. заденьρ.σ.κ.αγγίζω, θίγω, άπτομαι, εφάπτομαι, ακουμπώ•рукавом -ел он стакан и опрокинул его με το μανίκι έγγιζε το ποτήρι και το ανέτρεψε.
|| μτφ. πειράζω, πληγώνω•его выступление сильно меня -ла η ομιλία του πολύ με έθιξε.
|| μτφ. επιλαμβάνομαι ακροθιγώς. -
18 засечь
засечь 1-еку, -ечешь, -екут, παρλθ. χρ. засек, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. засекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засеченный, βρ: -чен, -че-на, -ченоρ.σ.μ.1. εγχαράσσω, εγκόπτω, εντέμνω, χαρακιάζω.2. επισημειώνω (σε χάρτη κ.τ.τ.).3. πληγώνω, αλληλοχτυπώ τα πόδια κατά το βάδισμα.εκφρ.засечь время – επισημαίνω το χρόνο (αρχή ή τέλος κ.τ.τ.).βλ. ενεργ. φ. (3 σημ.).засечь 2-еку, -ечешь, -екут, παρλθ. χρ. засек, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. засекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засеченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.μαστιγώνω, βουρδουλίζω, φραγγελώνω• βιτσίζω. -
19 избодать
-аетρ.σ.μ.χτυπώ, πληγώνω. -
20 изрезать
изре/ зать 1-жу, -жешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изрезанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.1. κατακόβω, κατατεμαχίζω, κατακομματιάζω, διαμελίζω•изрезать материю κατακόβω το ύφασμα.
2. τραυματίζω, πληγώνω•изрезать руку κατακόβω το χέρι.
τραυματίζομαι, πληγώνομαι, κόβομαι.изреза/ ть(ся) 2ρ.δ.βλ. изрезать(ся).
См. также в других словарях:
πληγώνω — πληγώνω, πλήγωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πληγώνω — πληγῶ, όω, ΝΜΑ [πληγή] 1. προκαλώ πληγή σε κάποιον, τραυματίζω 2. μτφ. προσβάλλω, στενοχωρώ πολύ κάποιον … Dictionary of Greek
πληγώνω — πλήγωσα, πληγώθηκα, πληγωμένος 1. προκαλώ πληγή, τραύμα: Πληγώθηκε πάνω στον καβγά. 2. μτφ., πικραίνω βαθιά, προκαλώ μεγάλη λύπη, θίγω, θλίβω: Τα λόγια σου τον πλήγωσαν πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατατιτρώσκω — (AM) (επιτ. τ. τού τιτρώσκω) κατατραυματίζω, πληγώνω θανάσιμα μσν. 1. μτφ. προκαλώ έντονα συναισθήματα, έρωτα, λύπης κ.λπ., «πληγώνω» 2. τσιμπώ, αγκυλώνω με μυτερό αντικείμενο αρχ. προξενώ απόστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τιτρώσκω «πληγώνω»] … Dictionary of Greek
κατουτώ — κατουτῶ, άω (Α) πληγώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐτῶ «πληγώνω»] … Dictionary of Greek
πλήγωμα — το, Ν (κυριολ. και μτφ.) η ενέργεια κα το αποτέλεσμα τού πληγώνω, τραυματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληγώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν Νεοελληνικής Διαλέκτου τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek
πληγωμός — ο, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πληγώνω, τραυματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληγώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
προτιτρώσκω — Α τραυματίζω, πληγώνω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τιτρώσκω «τραυματίζω, πληγώνω»] … Dictionary of Greek
τύπτω — ΝΜΑ (λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα) αρχ. 1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου 2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε… … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek