-
1 προς-πίνω
-
2 προς-εκ-πίνω
προς-εκ-πίνω (s. πίνω), noch dazu austrinken, adj. verb., προςεκποτέον ἐστὶ τὸ δυςχερές, Pl ut. adv. Col. 8.
-
3 πίνω
πίνω [pron. full] [ῑ], [dialect] Ep. inf. πινέμεναι and - έμεν, Il.4.346, Od.7.220: [dialect] Ion. [tense] impf.Aπίνεσκον Il.16.226
: [tense] fut.πίομαι 13.493
, Thgn.962, A.Ch. 578, S. OC 622, Ar.Eq. 1289, 1401, Fr. 311; later , Ael.VH12.49, etc.; also as f.l. in earlier authors,πιεῖσθαι Hp.Int.12
,πιεῖσθε X.Smp.4.7
, but rejected by Phryn.23, Ath.10.446d; [ per.] 2sg. , Ev.Luc.17.8: [tense] aor. ἔπῐον, [dialect] Ep.πίον Il.22.2
, etc.; [ per.] 2sg. subj.πίῃσθα 6.260
; imper.πίε Od.9.347
, Men.151, Carm.Pop. 33, (ἐκ-) E.Cyc. 563, Orph.Fr.32 b iii; alsoπῖθι Cratin.141
, Ion Trag. 27, Ar.V. 1489, Amips.18, Antiph.163.1, etc., (ἔκ-) E.Cyc. 570; πίει, πίεις, Kretschmer Griech. Vaseninschr.p.195; inf.πιεῖν Od.8.70
, Hdt. 4.172, etc.; later [var] contr.πεῖν AP11.140
(Lucill.), Mim.Oxy.413.66, PMag.Lond.121.738, PFlor.101.8 (i A. D.), etc.; [dialect] Ep.πῐέμεν Od.15.378
,πιέειν Il.4.263
, πιέναι f.l. for ὑπιέναι in Hp.Epid.5.18; part. πῐών, πῐοῦσα, Il.24.102, etc.,πῐέουσα Hp.Epid.7.11
:—[voice] Med., subj.πινώμεθα Hermipp.25
; imper. : [full] πίομαι [pron. full] [ῑ] as [tense] pres. [voice] Med., Ibyc.17 (s.v.l.), Pi.O.6.86, and so ἐκπίομαι [ῑ] Ar.Ach. 199, ἐμπίομαι [ῐ] Thgn.1129 ([voice] Pass. in AP5.43 (Rufin.)):—[voice] Pass., Od.20.312, Hp.Aër. 9, etc.: [dialect] Ep.[tense] impf.πίνετο Od.9.45
.—Other tenses are from πω- or πο-, [tense] pf. , etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. ποθήσομαι ( κατα-) Ar.V. 1502, (ἐκ- ) Plu.2.240e: [tense] aor. ἐπόθην (ἐξ-) A.Ch.66, ( κατ-) Pl.Criti. 111d: [tense] pf. inf.πεπόσθαι Thgn.477
: [dialect] Aeol. [tense] pres. [full] πώνω Alc.20,52, Supp.20.3: [tense] aor. imper. πῶθι, τῶ, EM698.52. [[pron. full] ῑ always in πίνω. πίνομαι; ῐ always in [tense] aor. ἔπιον, hence πίε must be read for πῖνε in AP11.19 (Strat.), and ἔπῑνον for ἔπιον in Anacreont.5.5: Hom. hasἐθέλουσι δὲ πῑέμεν ἄμφω Il.16.825
, cf. Od.18.3; butκαὶ φαγέμεν πῐέμεν τε 15.378
; in imper. πῖθι, ῑ always.—In [tense] fut.πίομαι Hom.
and Trag. use [pron. full] ῑ, Il.13.493, A.Ch. 578, S.OC 622, cf. Thgn.962, Ar.Eq. 1289, 1401, Fr. 311; but [pron. full] ῐ in lon Lyr.2.10 (nisi leg. πιέτω), (ἐκ-) Pl.Com.9, Amips.22; also in later Poetry, AP11.8,25.5 (Apollonid.); for [tense] pres. [voice] Med. πίομαι, v. supr.]: — drink, freq. from Hom. downwds., c. acc., π. οἶνον, ὐρόν, αἷμα, etc., Od.15.391, 17.225, S.OC 622, etc.; π. ὕδωρ Αἰσήποιο drink its water, i.e. live on its banks, Il.2.825, cf. Pi.O.6.86 ([voice] Med.): c. gen. partit., drink of a thing,π. οἴνοιο Od.22.11
; εἰς οἶνον.., ἔνθεν ἔπινον whereof.., 4.220;αἵματος ὄφρα πίω 11.96
, cf. 15.373; also πίνειν κρητῆρας οῐνοιο to drink bowls of wine, Il.8.232;κύπελλα ὄνου 4.346
; π. ἀπὸ κρήνης drink of a spring, Thgn.959 (but ); π. ἀπ' αὐτοῦ (sc. δέπαος) αἴθοπα οἶνον from it, Il.16.226;δέπα ἔνθεν ἔπινον Od.19.62
;ἐκ κεράμων μέθυ πίνετο Il.9.469
;ἐκ τῆς χειρὸς διδοῖ πιεῖν Hdt.4.172
;ἐκ ταὐτοῦ.. ποτηρίου Ar.Eq. 1289
;ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ Pl. R. 417a
;ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ X.Cyr.4.5.4
; σκύφος ᾧ περ ἔπινεν with which.., Od.14.112; π. κερατίνοις ποτηρίοις v.l. in X.An.6.1.4; τὰ φάρμακα π. παρὰ τοῦ ἰατροῦ draughts sent by him, Pl.Grg. 467c.2 abs., drink,ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν Od.2.305
;ὁ πῖνε καὶ ἦσθε 5.94
, 6.249, cf. Il.24.476, etc.; μῆλα πιόμεν' ἐκ βοτάνης going to drink after pasture, 13.493;πρὸς βίαν πώνην Alc.20
;πῖνε, πῖν' ἐπὶ συμφοραῖς Simon.14
;π. πρὸς ἡδονήν Pl.Smp. 176e
; ;διδόναι πιεῖν Cratin.124
;πιεῖν αἰτεῖν X.Cyr.8.3.41
; τινὶ πιεῖν ἐγχέας ib.1.3.9;πιεῖν τις ἡμῖν ἐγχεάτω Philem.9
: in [tense] pf. πέπωκα, to be drunk, E.Cyc. 536; πίνοντά τε καὶ πεπωκότα drinking and having finished drinking, Pl.Phd. 117c.III metaph., drink up, as the earth does rain, τὸ ὕδωρ, ὄμβρον, Hdt.3.117,4.198;πιοῦσα κόνις μέλαν αἷμα A.Eu. 979
(lyr.), cf. Th. 736 (lyr.), 821, S.OT 1401; of plants, X.Smp.2.25; of a lamp,π. τοὔλαιον Luc.Cat.27
;λύχνος.. πολλὰ πιὼν μέλη AP5.196
(Mel., dub. l.). (I.-E. pōy- and pī-, cf. Skt. pāy-áyati 'cause to drink', pīti- 'a drink', Lat. pōtus, etc.) -
4 πινω
(ῑ) (fut. πίομαι, aor. 2 ἔπιον, pf. πέπωκα; эп. impf. iter. πίνεσκον, эп. inf. πινέμεν(αι); pass.: aor. ἐπόθην, pf. πέπομαι)1) пить, выпивать(οἶνον Plat. и οἴνοιο Hom.; π. ἀπὸ ποταμοῦ Xen. и π. ποταμοῦ Luc.)
π. ἐξ ἀργυρίου Xen. — пить из серебряного сосуда;φάρμακον π. παρὰ τοῦ ἰατροῦ Plat. — пить прописанное врачем лекарство;π. πρὸς ἡδονήν Plat. — пить для удовольствия;π. εἰς μέθην Plat. — пить допьяна;ὡς εἴδομεν πίνοντά τε καὴ πεπωκότα Plat. — когда мы увидели, что (Сократ) пьет и что он уж выпил (яд)2) пить, осушать(κρατῆρας οἴνοιο Hom.; ποτήριον NT.)
3) впитывать, поглощать, всасывать(πέπωκεν αἷμα γαῖα Aesch.; γῆ ἥ πιοῦσα τὸν ὑετόν NT.)
-
5 προςπίνω
-
6 προςεκπίνω
-
7 πιστικός
-------------------------------------------A faithful, Vett.Val.10.14, Cat.Cod. Astr.8(4).169 ;γυνὴ π. καὶ οἰκουρός Artem.2.32
. Adv. -κῶς, ἔχειν πρὸς ἀλλήλους Plu.Pel.8
: [comp] Sup. - ώτατα Hld.3.9.2 late spelling of πειστικός (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιστικός
-
8 πόσις
πόσις, ὁ, poet. [full] πόσσις AP6.323 (Leon.); gen. πόσιος (no gen. is found in [dialect] Att., πόσεως only in Hdn.Gr.2.700); dat. πὁσει, [dialect] Ep.Aπόσεϊ Il.5.71
; voc. , Ar.Th. 913; also : pl. (lyr.); acc.πόσιας Il.6.240
:—husband, spouse, Il.3.329, Alcm.29, Inscr.Cypr.93 H., Pi.P.9.99, etc.;τὸν ὁμοδέμνιον π. A.Ag. 1108
(lyr.); esp. lawful husband,μὴ π. μὲν Ἡρακλῆς ἐμὸς καλῆται, τῆς νεωτέρας δ' ἀνήρ S.Tr. 550
(but cf.Il.24.725 and 763): rare in Prose, Arist.Pol. 1335b41; π. καὶ ἄλοχος ib. 1253b6; κρυπτὸς π., of a paramour, E.Or. 561. (I.-E. potis 'lord, master', cf. πότνια, δεσπότης, Skt. pátis 'lord, master, husband', pátnī 'lady, wife', Lat. potis ( sum), etc.)------------------------------------Aπόσι Hdt.5.19
: ([etym.] πίνω):— drinking, drink, beverage,πόσιος καὶ ἐδητύος ἐζ ἔρον ἕντο Il.1.469
, al.;βρῶσίς τε π. τε Od.10.176
, cf. Hes.Sc. 395: pl.,βρώσεσιν ἢ πόσεσιν Democr.235
; carousal, Alc.101, Critias 6.9 D.; συγγίνεσθαι ἐς πόσιν to meet for a carousal, Hdt. 1.172, cf. Bull.Soc.Alex.7.66;πρὸς πόσιν τετράφθαι Th.7.73
;λιπαρέειν τῇ πόσι Hdt.5.19
;παρὰ τὴν π.
over their cups,Id.
2.121.δ; ἐκ δὲ θοίνας π. ἐγένετο, ἐκ δὲ πόσιος μῶκος Epich.148
;πόσιος ἐν βάθει Theoc.14.29
: pl., Pl.Lg. 641a.2 draught,αἷμα πίεται τρίτην πόσιν A.Ch. 578
;ἐκπίνειν ὑστάτην π. Antipho 1.20
;πόσις φαρμάκου Id.6.22
. -
9 πότος
A drinking-bout, carousal,πῶς τις αὐτὸν.. ἂν ἀπὸ τοῦ πότου παύσειεν..; Cratin.187
;προὐχώρει ὁ π. X.An.7.3.26
;ἦς π. ἁδύς Theoc.14.17
; παρὰ πότον over the wine, X.An.2.3.15, Smp.8.41;ἀλλήλοις.. συνεῖναι ἐν τῷ πότῳ Pl.Prt. 347c
;τρέπεσθαι πρὸς τὸν π. Id.Smp. 176a
: pl., Ar.Nu. 1073;αἱ ἐν τοῖς πότοις συνουσίαι Isoc.1.32
, cf. Aeschin.2.47;περὶ πότους τὰς διατριβὰς ποιεῖσθαι Lys.16.11
, cf. Pl.R. 329a, Isoc.15.286.
См. также в других словарях:
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek
Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
πόση — η / πόσις, εως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πίνω, το να πίνει κανείς νερό, κρασί ή οτιδήποτε άλλο υγρό («εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν τῶν δούλων Σου», ΚΔ.) αρχ. το να πίνει κανείς σε γιορτές ή συγκεντρώσεις, το συμπόσιο («ὑπὸ γὰρ… … Dictionary of Greek
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek
επισπώ — ἐπισπῶ, άω (AM) 1. σέρνω προς το μέρος μου 2. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω («πέποιθα τοῡτ’ ἐπισπάσειν κλέος», Σοφ.) αρχ. 1. σέρνω προς τα έξω, κλείνω («ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῡ ῥόπτρου», Ξεν.) 2. σφίγγω («ἐπισπασθέντος τοῡ βρόχου… … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… … Dictionary of Greek
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek
επιχύνω — (AM ἐπιχέω Μ και ἐπιχύνω) χύνω υγρό επάνω ή μέσα σε κάτι (α. «γάλα γυναικὸς θηλαζούσης τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῡ ἐπίχυσον» «χερσὶ δ’ ἐφ’ ὕδωρ χευάντων» αφού έριξαν νερό στα χέρια τους, Ομ. Οδ.) αρχ. 1. αδειάζοντας ποτό γεμίζω το ποτήρι 2. ρίχνω άφθονα … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek